30 Αυγούστου 2009

ΜΙΑ ΖΑΚΕΤΑ ΞΗΛΩΜΕΝΗ

Μια ζακέτα ξηλωμένη,
στην ντουλάπα είναι κλεισμένη,
με ζιλεδάκια και ζιπουνάκια,
με κάλτσες και παντελονάκια.
Έχει τώρα ξεθωριάσει,
το χρώμα της το έχει χάσει
και όπως είναι ζουληγμένη,
νιώθει πολύ δυστυχισμένη!
Κάποτε ήτανε γαλάζια,
στα παιδάκια έκανε νάζια,
είχε μανίκια ριγωτά,
κουμπάκια σαν ζαχαρωτά.
Μια μέρα με ζέστη και λιακάδα,
τη ρίχνουν μέσα στην μπουγάδα.
Στην ταράτσα την απλώνουν,
τα μανίκια της τεντώνουν.
Έξαφνα, άνεμος τρελός,
ο Ζέφυρος, ο ξακουστός,
την μπουγάδα αναστατώνει,
τη ζακετούλα μας σηκώνει.
Σαν ζέπελλιν τρελά πετά
και τα σκοινιά αποχαιρετά.
Στο νότο πάει στην Αφρική,
στη ζούγκλα την τρομαχτική.
Βλέπει ζέπρες να περνάνε
και γαζέλες να πηδάνε,
βλέπει ζώα ζηλευτά
και θηρία τρομαχτικά.
Μα ξάφνου, ο Ζέφυρος ζεστός,
ο άνεμος ο παλαβός,
σταματάει να φυσάει,
εξαφανίζεται και πάει!
Μέσα στη ζούγκλα την πυκνή,
τη ζακετούλα αφήνει εκεί.
«Ποπό, τι ζέχνει εδώ τριγύρω;
Πώς θα μπορέσω ξανά να φύγω;»
«Είναι ο Ζέφυρος τρελός!»,
της λέει ένας ερωδιός.
«Πάρ’ το απόφαση πως δε θα φύγεις,
δύσκολο απ’ τη ζούγκλα να ξεφύγεις!
Τα μέρη αυτά που είσαι τώρα
είναι των θηρίων η χώρα
κι εδώ είν’ το δέντρο που τώρα μένει
η ζέπρα η ζαχαροκαμωμένη.
Τις ρίγες της τις έχει χάσει,
τις έχει σίγουρα ξεχάσει,
γιατί, όχι, μόνο ζαβολιάρα,
είναι, σου λέω, και ξεχασιάρα!
Άντε, κοιμήσου, ζακετούλα,
τα ξαναλέμε την αυγούλα.»
Κι έτσι εκεί η ζακετούλα,
μέσα στης ζούγκλας τη δροσούλα,
όνειρα βλέπει ζακετένια,
ότι δεν έχει καμία έννοια.
Πως όλοι πάλι την ποθούν,
τη θέλουν για να ζεσταθούν!
Και εκεί που ήταν ζαρωμένη,
η ζακετούλα και κοιμισμένη,
μια φωνούλα ζωηρή,
την ξυπνά στο πι και φι:
«Ω, είμαι τόσο τυχερή,
δε θα ‘μαι πια ζέπρα λευκή,
ζακέτα βρήκα ριγωτή!»
και τη σηκώνει απαλά,
στην πλάτη της την ακουμπά.
Από τότε οι δυο αυτές,
είχανε γίνει κολλητές.
Μαζί ήταν χρόνια, μαζί ζαμάνια,
σαν τα καπάκια με τα καζάνια!
Μα μία μέρα σαν ζωγραφιά,
η άσπρη ζέπρα την ξεχνά
και την αφήνει μόνη εκεί,
στην άμμο τη ζεματιστή.
«Είμαι χαμένη τώρα πια,
μόνη σαν ζαχαροκαλαμιά!»
κι η ζακέτα το κλάμα αρχίζει,
ώσπου αεράκι τη νανουρίζει.
Περνάνε μήνες, περνάνε χρόνια,
οι μέρες πετάν σαν τα μπαλόνια
κι η ζακετούλα μόνη εκεί,
κάποιον προσμένει να φανεί.
Ώσπου……..
Μια ζωολόγος απ’ τη Ζυρίχη,
που βάφει κόκκινο το νύχι,
έρευνα κάνει στη ζωολογία,
στη ζούγκλα μένει με τα θηρία.
Στη ζακετούλα πάνω πατάει,
σκύβει την παίρνει και την κρατάει.
«Τι έκπληξη πάλι κι αυτή,
μία ζακέτα ριγωτή,
στην ερημιά παρατημένη
κι από την άμμο λερωμένη.
Μαζί την παίρνω δεν την αφήνω,
αμέσως φεύγω για να την πλύνω!»
Κι όταν γυρίζει πια στη Ζυρίχη,
όπου όλο κρυολογεί και βήχει,
τη ζακετούλα πάντα φορά,
γιατί έχει κρύο στο βορρά.
Και ζει η ζακέτα πια ευτυχισμένη,
γιατί έχει κάποιον να τον ζεσταίνει!!
(ΑΧ! ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΥΣΗΞΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΔΩ ΑΥΤΟΣ Ο ΖΕΦΥΡΟΣ!!!!!)