29 Ιουλίου 2009

ΜΙΑ ΜΑΓΙΣΣΑ Η ΜΠΑΜΠΙΛΩ



Μία μάγισσα η Μπαμπίλω

μένει σ’ έναν άδειο μύλο.

Μύλο, μύλο στοιχειωμένο,

παλιό και εγκαταλελειμμένο.

Οδηγεί μοτοσικλέτα,

στα μαλλιά φοράει φουρκέτα.

Τρώει κιμά με μακαρόνια,

από βρωμούσες φτιάχνει κολόνια.

Φοράει εμπριμέ μανδύα,

θέλει να πάει στα καλλιστεία.

Θέλει να γίνει μπαλαρίνα,

μανεκέν ή θεατρίνα.

Μα είναι άσκημη πολύ

και έχει μακρουλό αφτί.

Έχει μουστάκι και μυωπία,

δεν είναι αυτή για καλλιστεία!

Με ξόρκια, φίλτρα και μαντζούνια,

με λόγια μαγικά μιλιούνια,

προσπαθεί να γίνει ωραία,

να ‘ναι καλλονή μοιραία!

Μα μόλις μικραίνει το αφτί,

μακραίνει η μύτη της πολύ

και μόλις χαθεί η μυωπία,

στα πόδια παθαίνει πλατυποδία!

Μόλις τα μαλλιά της στρώνει,

η κοιλιά της μεγαλώνει.

Οι άλλες μάγισσες γελάνε

και τις κοιλιές όλο κρατάνε.

«Αυτό θα πει αποτυχία,

θα ‘χαμε πάθει μελαγχολία!

Ούτε ένα ξόρκι της προκοπής,

μια μαγγανεία περιωπής!»

Μα η Μπαμπίλω δεν τις μιλάει,

κλείνει τ’ αφτιά και προχωράει.

«Τις κοροϊδίες δεν τις αντέχω.

Ταλέντο στη μαγεία έχω και

στην Ακαδημία των μαγισσών,

θα δείξω πως έχω εγώ προσόν!»

Μέσα στο μύλο τον γκρεμισμένο,

το φως της πάντα ειν’ αναμμένο.

Νύχτα και μέρα μελετάει,

από τη νύστα παραπατάει.

Κι έτσι ο καιρός περνούσε,

ενώ η Μπαμπίλω αναζητούσε

κάτι σπουδαίο για να κάνει,

τις μαγισσούλες να τρελάνει.

«Να κάνω μωβ τη μαγιονέζα

ή να ψηλώσω μία κινέζα;

Να κάνω μπλε τη μορταδέλα;

Ή να κάνω τα μοσχάρια,

να χορεύουν ταραντέλα;

Να κάνω κίτρινα τα μαραμπού;

Ή να το σκάσω για αλλού;

Μαλλιά να βάλω στα καγκουρό;

Ή το μετάξι να ‘ναι σκληρό;»

Και μία μέρα του Μαγιού

κάθεται η Μπαμπίλω σε καναπέ μπαμπού.

Στα νύχια κάνει μανικιούρ

και τρώει ένα μικρό πτι φουρ.

Μα βλέπει έξαφνα καπνό,

μαυρίλα, κακό και πανικό.

«Τι γίνεται κάτω εκεί;»,ρωτάει

μια μάινα που βιαστική περνάει.

«Πόλεμος γίνεται κυρά μου,

πετάω να σώσω τη φωλιά μου!»

«Κινδυνεύουν τα παιδιά

κι οι φίλοι μου τα ξωτικά!»,

λέει και τρέχει η Μπαμπίλω

μέσα στον άδειο της το μύλο.

Ξεχνάει αμέσως τα μεγαλεία,

τις φήμες και τα καλλιστεία.

Γρήγορα τρέχει κάτι να κάνει,

τον πόλεμο για να ξεκάνει!

Τη μηχανή της καβαλάει,

δίνει μια κι ευθύς πετάει!

Μαζί της έχει μια μαγκούρα

κι ένα σακουλάκι μούρα.

Και μέχρι πια να πεις Μπαμπίλω

έχει φύγει απ’ το μύλο!

Από τα σύννεφα ψηλά

βλέπει μονάρχη κοιλαρά.

Βόμβες να ρίξουν διατάζει,

να τα γκρεμίσουν όλα προστάζει!

Βλέπει παιδάκια φοβισμένα,

τα παιχνιδάκια τους σπασμένα.

«Δε θέλω εδώ ξανά παιχνίδια,

γιατί με ζώνουνε τα φίδια»,

λέει ο μονάρχης και ουρλιάζει

και η Μπαμπίλω νευριάζει.

«Ποιος είναι αυτός που διατάζει;»

Δίνει μια με τη μαγκούρα,

κάνει τις βόμβες γλειφιτζούρια,

τις σφαίρες κάνει καραμέλες,

κάνει τα όπλα μωβ ομπρέλες

και του μονάρχη τη στολή

μαγιό την κάνει στη στιγμή!

Το κλάμα αρχίζει ο κοιλαράς,

τώρα τον βρήκε νέος μπελάς!

Τα παιδάκια από κρυψώνες,

έχουνε πάρει τις σφεντόνες.

Τα μαύρα μούρα του πετάνε,

πίσω του τρέχουν και γελάνε.

Τώρα ο μονάρχης ακόμη τρέχει,

τόπο να μείνει πια, δεν έχει.

Κι η μάγισσα μας η Μπαμπίλω,

δε μένει πια στον άδειο μύλο.

Στην Ακαδημία των μαγισσών

έδειξε πως έχει αυτή προσόν.

Μαθήματα κάνει στις μαγισσούλες,

πώς να κάνουν τους μονάρχες,

ενοχλητικές μυγούλες!

Κι όλες τη θέλουν για παρέα,

τη βλέπουν μάλιστα ωραία.

Κι αν είναι άσχημη πολύ,

πια δεν τρομάζει ούτε παιδί!

(ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟΥ!!!!)