3 Δεκεμβρίου 2009


Ανεβάζοντας την προηγούμενη ανάρτηση σκεφτόμουν πόσοι «καλικάντζαροι» νιώθουν πραγματικά μόνοι, ειδικά τώρα τα Χριστούγεννα. Πόσοι προσπαθούν να προσεγγίσουν κάποιον αλλά πάντα με λάθος τρόπο και πόσοι τελικά μένουν μόνοι στην κολοκυθιά τους να διαβάζουν και να λένε στον εαυτό τους παραμύθια. Μήπως και τα blogs είναι μια ακόμη κολοκυθιά όπου μόνοι τελικά μιλάμε και καταλήγουμε μόνοι και πάλι μόνοι; Είναι πραγματικά τρόπος επικοινωνίας; Ή είναι απλά «ξεφόρτωμα» με την ψευδαίσθηση ότι κάποιος ακούει την πλευρά του εαυτού που εμείς θέλουμε να προβάλλουμε; Και η υπόλοιπη εικόνα μας πού κρύβεται; Και στην τελική γιατί να κρύβεται;

Γιατί κανένας μας δεν τολμά να πει «Φαίνεστε τόσο «πλούσιοι» άνθρωποι θα ήθελα να σας γνωρίσω από κοντά. Να σας πω βρε αδελφέ Καλά Χριστούγεννα με τη φωνή μου και όχι με τα δάχτυλά μου!» και πόσοι από μας πραγματικά χωρίς καχυποψία θα δέχονταν μια τέτοια πρόσκληση;

Όπως και να ‘χει οι ευχές είναι ευχές……. Καλά Χριστούγεννα!!!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ

Ένας καλικάντζαρος από το Καμερούν
έχει αυτιά μεγάλα που όλα τα ακούν.
Ακούει τις κατσίκες, όταν τραγουδάνε,
ακούει τα κουνούπια, όταν περπατάνε,
τους άγριους κουρσάρους, όταν χασμουριούνται
και όλες τις γοργόνες, βαθιά όταν κοιμούνται.
Μένει σε μια κολοκυθιά,
δίπλα σε μία ρεβιθιά,
που κάνει κόκκινα ρεβίθια,
τις νύχτες διαβάζει παραμύθια.
Του αρέσουν τα κουφέτα,
τα κεράσια και η φέτα.
Παίζει κρυφτό με τις ακρίδες,
κρυφομιλάει στις κατσαρίδες.
Το πρωί ξυπνάει με κέφι,
παίρνει το μικρό του ντέφι
και αρχίζει να χτυπάει,
τα κοκόρια όλα ξυπνάει.
Κι αφού το δάσος ξεσηκώσει
και τα χέρια του τεντώσει,
φοράει καπέλο με κουδούνια,
στις καμινάδες κάνει κούνια.
Έτσι η μέρα του αρχίζει,
τον κόσμο όλο αυτός ζαλίζει.
Κάνει συχνά κατεργαριές,
αταξίες και ζημιές.
Τρικλοποδιά βάζει στις κάμπιες,
βάφει κόκκινες τις μπάμιες,
χτενίζει με χτένα όλους τους κάκτους,
κοροϊδεύει τους βατράχους!
Σ’ ένα τσίρκο μία μέρα,
μπαίνει με κέφι και αέρα.
Βρίσκει του κλόουν εκεί τη μύτη,
την πετάει απ’ το φεγγίτη.
Κρεμμύδι παίρνει από το ράφι,
κατακόκκινο το βάφει
και μοιάζει τώρα με τη μύτη,
που πέταξε απ’ το φεγγίτη.
Τη βλέπει ο κλόουν και τη βάζει,
κλάμα τον πιάνει και φωνάζει!
Μα κι αν είναι κατεργάρης,
άτακτος και ζαβολιάρης,
είναι καλόκαρδος πολύ
και μοιάζει με μικρό παιδί.
Έχει παράπονο μεγάλο,
δε θέλει μόνος να ‘ναι άλλο.
Κάθε Χριστούγεννα τα ίδια,
μόνος του να τρώει καρύδια.
Μόνος του δέντρο να στολίζει
και πάλι μόνος να δακρύζει.
Καλοδεχούμενος δεν είναι,
κανένας δεν του λέει «Μείνε!» .
Κάλαντα μόνος πάλι λέει
κι ύστερα κάθεται και κλαίει.
Όταν γιορτές είναι κοντά,
κάτι του σφίγγει την καρδιά.
Μια Κυριακή που ‘χε λιακάδα,
εκεί που άπλωνε μπουγάδα,
κάτω απ’ την κληματαριά,
βλέπει ένα γέρο κοιλαρά.
Κόκκινο σκούφο, μακρύ φοράει,
λαχανιάζει, ξεφυσάει.
«Τι θες, παππούλη, εδώ πέρα;
Ήρθες να πάρεις φρέσκο αέρα;»
«Μία κουρούνα κουτσομπόλα,
ήρθε και μου τα ‘πε όλα.
Πως μένεις σε μια κολοκυθιά
και νιώθεις μεγάλη μοναξιά.
Πως τα Χριστούγεννα για σένα,
είναι μια μεγάλη έννοια.
Έχω ένα σχέδιο μεγάλο!
Στο Βόρειο Πόλο και στον πάγο,
μαζί με μένα να ‘ρθεις να ζήσεις
κι όσο μπορείς να βοηθήσεις.
Οι τάρανδοί μου θέλουν φροντίδα,
παρέα, όταν έχει καταιγίδα.
Θέλουν ν’ ακούνε παραμύθια,
για κουκιά και για ρεβίθια.
Νομίζω πως είσαι κατάλληλος,
να ‘σαι ο δικός μου υπάλληλος,
ο πιστός μου ο βοηθός,
ή και φίλος καρδιακός!
Μαζί με τα’ άλλα ξωτικά,
θα τρώμε κουλούρια και γλυκά,
μελομακάρονο αχνιστό,
θα πίνουμε κακάο ζεστό.
Μαζί μου έλα και δε θα χάσεις,
μόνος τα Χριστούγεννα, ξανά δε
θα περάσεις.
Και θα σου πω τώρα στ’ αυτί, κάτι,
που δεν το ξέρουν οι πολλοί.
Ο Αϊ- Βασίλης, δηλαδή εγώ,
σε κάθε πόλη, κάθε χωριό,
σε κάθε ήπειρο και χώρα,
μοιράζει στα παιδάκια δώρα
κι είναι δικός του βοηθός,
όποιος καλικάντζαρος, νιώθει μοναχός!
Κι έτσι ο καλικάντζαρος από το Καμερούν,
με τα μεγάλα αυτιά, που όλα τα ακούν,
παίρνει απόφαση μεγάλη,
να ζήσει σε μια χώρα άλλη.
Με τ’ Αϊ- Βασίλη τα ξωτικά,
να φτιάχνει δώρα γιορτινά.
Τους τάρανδούς του να φροντίζει,
άλλο πια να μη δακρύζει.
Παίρνει, λοιπόν, μια καλαθούνα,
βάζει μέσα μία κούνια,
τη μικρή του καραμούζα,
ένα πατίνι που κάνει σούζα,
ένα πάνινο κουνάβι
κι ένα ξύλινο καράβι.
Στο έλκηθρο πάνω όλα τα βάζει
κι αρχίζει να φωνάζει:
«Αϊ- Βασίλη, πάμε εμπρός,
είμαι ο δικός σου βοηθός.
Στο Βόρειο Πόλο πάμε τώρα,
μαζί σου θα μοιράζω δώρα.
Μαζί σου θα ζω ευτυχισμένα,
χωρίς Χριστούγεννα θλιμμένα!!»