5 Ιανουαρίου 2010

ΕΝΑΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΑΠ' ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ


Ένας γάιδαρος απ’ τη Γαλλία
έχει μεγάλη φαντασία.
Συγγραφέας θέλει να γίνει,
μα του χρειάζεται γαλήνη.
Ξαπλώνει πάνω στο γρασίδι,
σηκώνει το δεξί του φρύδι
και είναι έτοιμος να γράψει,
όμως κάτι έχει ξεχάσει.
Την αλφαβήτα δε γνωρίζει,
ξέρει μόνο να γκαρίζει!
Πώς τα γράμματα θα μάθει,
να τα λέει, να τα γράφει;
Γυρίζει πίσω στο παχνί
και ξυπνάει την άλλη αυγή.
Στη γαλατιέρα βάζει γάλα
και μ’ αυτό κάνει γαργάρα.
Κάνει πρωινή γυμναστική,
παίρνει το γλειφιτζούρι του μαζί
και πάει στη γαλοπούλα τη δασκάλα,
που μάθημα κάνει πάνω σε σκάλα.
«’Ήρθα γράμματα να μάθω,
να τα λέω, να τα γράφω.
Θέλω να γίνω συγγραφέας,
όχι, μια ζωή μεταφορέας!»
Τα μαθήματα αρχίζει
μα η αλφαβήτα τον ζαλίζει.
Η γεωμετρία δεν του αρέσει,
άλλο δεν μπορεί ν’ αντέξει.
Τα τρίγωνα τον κοροϊδεύουν
και πάνω στα αυτάκια του,
τετράγωνα χορεύουν!
Το μάθημα το παρατάει,
μια γραφομηχανή ζητάει.
Μα τα πλήκτρα είναι μικρά,
δεν είναι για γαϊδούρια αυτά
κι έτσι όπως τα χτυπάει,
τη γραφομηχανή τη σπάει!
Γράμματα και γραμματάκια,
τα κάνει χίλια κομματάκια
Πηγαίνει δίπλα στο γιαλό
κι αρχίζει κλάμα γοερό.
Μια γαρίδα τον κοιτάζει
και γαριδοαναστενάζει.
«Τι έχεις και γαϊδουρογκαρίζεις;
Το κεφάλι μου ζαλίζεις!!!!»
«Δεν μπορώ γράμματα να μάθω,
να τα λέω, να τα γράφω.
Τι άλλο θες να πάθω;;»
«Αχ, καημένο μου γαϊδούρι,
να, πάρε ένα γλειφιτζούρι
κι ένα βότσαλο για γούρι
και πάνε στη μάγισσα Γιολάντα,
που φοράει μια τιράντα.
Εκείνη που ξέρει τα πολλά,
θα σου τα μάθει και αυτά.»
Μια και δυο ο γαϊδουράκος,
το κλάμα σταματάει
και στη μαγισσούλα πάει.
Για κακή του τύχη όμως,
στη Γιολάντα όταν φτάσει,
τα γυαλιά της θα ‘χει χάσει!
Πώς θα διαβάσει δίχως αυτά
ξόρκια, φίλτρα και υλικά;
Γονατιστός ο γαϊδουράκος
και από τη στεναχώρια ράκος,
τη μαγισσούλα παρακαλεί
τη συνταγή να θυμηθεί.
Η Γιολάντα το λυπάται,
λέει πως τη συνταγή θυμάται.
Σε μια γαβάθα βάζει ευθύς
ό,τι μπορείς να φανταστείς!
Λίγο γέλιο από γαρίδα,
λίγο κλάμα από ακρίδα,
λίγη γλοιώδη λίγδα,
μουστάκια από γαλάζια γίδα,
μαύρη αλμυρή γλιστρίδα,
κλωστές από γιλέκο που φόρεσε γοργόνα,
ενός γαλακτοπώλη τη βελόνα,
κομματάκια από γκοφρέτα
και άσπρη μουχλιασμένη φέτα.
Όλα αυτά τ’ ανακατεύει
και γύρω απ’ το τσουκάλι της,
απ’ τη χαρά, χορεύει.
Και μόλις ο ήλιος αρχίζει πια να γέρνει,
στο γάιδαρο, το φέρνει.
Με μιας αυτός το κατεβάζει
κι από το φόβο του, αρχίζει να φωνάζει.
Κάτι του γαργαλάει τ’ αυτιά,
κάτι του γδέρνει την κοιλιά,
τα ματάκια του γουρλώνει και
σαν το μπαλονάκι, αρχίζει να φουσκώνει!
Κάνει τότε να γκαρίξει,
να τσιρίξει, να σφυρίξει,
μα αντί για γαϊδουροφωνή,
σαν αηδόνι κελαηδεί!!
Αρχίζει με μιας να τραγουδά
και με τα πουλιά μιλά.
Τότε…… τη φαντασία του όλη βάζει
και στο λεπτό, στιχάκια βγάζει.
Έχει ταλέντο τώρα πια
Και γυρίζει σε χωριά
σε πεδιάδες και βουνά.
Τραγουδάει στα ζωάκια
και χορεύουν γαϊτανάκια,
γουστερίτσες και γελάδες,
γερακίνες, γαλατάδες,
γαλοπούλες και γατούλες,
γιαγιάδες παχουλούλες,
γίδια και γιδοβοσκοί,
γέροι και γελωτοποιοί
γίγαντες και αμαζόνες,
γορίλες και γοργόνες.