7 Οκτωβρίου 2009

ΜΙΑ ΠΑΝΤΟΦΛΑ Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ


Μια παντόφλα η Περσεφόνη,
περπατάει στο μπαλκόνι.
Είναι περίεργη πολύ
κι όλο ρωτάει τι και γιατί.
«Τι είναι εκείνο που μιλάει;
Το πουλί γιατί πετάει;
Τι χρώμα έχει το πεπόνι;
Μήπως πετάει σαν μπαλόνι;
Γιατί δεν είμαι πουπουλένια,
φτερά δεν έχω μεταξένια,
να δω τον κόσμο από ψηλά;
Βαρέθηκα τα χαμηλά!
Βαρέθηκα να με πατάνε,
μία βόλτα δε με πάνε,
μες στο σπίτι με κρατάνε.
Με χάνουν κάτω απ’ το κρεβάτι,
θά θελα να ‘μουν σε παλάτι.
Δε θέλω να ‘μαι λερωμένη,
με φαγητά πασαλειμμένη
και να μυρίζω ποδαρίλα,
κάλλιο να ‘χα πιτυρίδα.»
«Και γι αυτό υπάρχει λύση,
στο πλυντήριο μια πλύση»,
της λέει ένα πορτοκαλί πατάκι,
που κυλιέται στο χωλάκι.
Μια και δυο η Περσεφόνη,
παρατάει το μπαλκόνι
και με περίσσια μαεστρία,
αρχίζει την ορειβασία.
Ανεβαίνει στο πλυντήριο,
που ‘ναι για κείνη μεγαθήριο,
και κάνει την παλαβομάρα,
να βουτήξει στην μπουγάδα.
Τώρα στου πλυντηρίου το στόμα,
με πολλά ρουχάκια ακόμα,
κολυμπάει στο νεράκι,
πίσω κλείνει το πορτάκι.
Με μιας το πλύσιμο αρχίζει,
την παντόφλα μας ζαλίζει.
Πάνω κάτω, γύρω γύρω.
«Σταματήστε το να φύγω!
Ποπό με βρήκανε μπελάδες,
κατάπια τόσες σαπουνάδες»
Η Περσεφόνη τώρα φωνάζει
κι όλο μπουρμπουλήθρες βγάζει.
Ώσπου το πλύσιμο τελειώνει
και βγαίνει έξω η Περσεφόνη.
Πλυμένη τώρα και ζαλισμένη,
πράσινη απ’ το φόβο της και ξεχειλωμένη.
«Πώς θα κάνω πάλι πατίνι;
Πατινάζ στην παρκετίνη,
που ‘χω γίνει σαν λυθρίνι;»
Μα του σπιτιού το αγοράκι,
που γύρισε απ’ το παρκάκι,
μόλις βλέπει την Περσεφόνη,
στο κεφάλι του τη στρώνει.
«Αχού τι ωραίο καπέλο,
στο κεφάλι μου το θέλω!»
Κι η Περσεφόνη πια δεν γκρινιάζει,
με παντόφλα πια δε μοιάζει.
Είναι ένα ωραίο καπέλο
και σταμάτησε τα «θέλω».
(Όλοι μπορούμε να γίνουμε αυτό που ονειρευόμαστε.....αρκεί να βοηθήσουν οι συνθήκες)