3 Δεκεμβρίου 2009


Ανεβάζοντας την προηγούμενη ανάρτηση σκεφτόμουν πόσοι «καλικάντζαροι» νιώθουν πραγματικά μόνοι, ειδικά τώρα τα Χριστούγεννα. Πόσοι προσπαθούν να προσεγγίσουν κάποιον αλλά πάντα με λάθος τρόπο και πόσοι τελικά μένουν μόνοι στην κολοκυθιά τους να διαβάζουν και να λένε στον εαυτό τους παραμύθια. Μήπως και τα blogs είναι μια ακόμη κολοκυθιά όπου μόνοι τελικά μιλάμε και καταλήγουμε μόνοι και πάλι μόνοι; Είναι πραγματικά τρόπος επικοινωνίας; Ή είναι απλά «ξεφόρτωμα» με την ψευδαίσθηση ότι κάποιος ακούει την πλευρά του εαυτού που εμείς θέλουμε να προβάλλουμε; Και η υπόλοιπη εικόνα μας πού κρύβεται; Και στην τελική γιατί να κρύβεται;

Γιατί κανένας μας δεν τολμά να πει «Φαίνεστε τόσο «πλούσιοι» άνθρωποι θα ήθελα να σας γνωρίσω από κοντά. Να σας πω βρε αδελφέ Καλά Χριστούγεννα με τη φωνή μου και όχι με τα δάχτυλά μου!» και πόσοι από μας πραγματικά χωρίς καχυποψία θα δέχονταν μια τέτοια πρόσκληση;

Όπως και να ‘χει οι ευχές είναι ευχές……. Καλά Χριστούγεννα!!!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ

Ένας καλικάντζαρος από το Καμερούν
έχει αυτιά μεγάλα που όλα τα ακούν.
Ακούει τις κατσίκες, όταν τραγουδάνε,
ακούει τα κουνούπια, όταν περπατάνε,
τους άγριους κουρσάρους, όταν χασμουριούνται
και όλες τις γοργόνες, βαθιά όταν κοιμούνται.
Μένει σε μια κολοκυθιά,
δίπλα σε μία ρεβιθιά,
που κάνει κόκκινα ρεβίθια,
τις νύχτες διαβάζει παραμύθια.
Του αρέσουν τα κουφέτα,
τα κεράσια και η φέτα.
Παίζει κρυφτό με τις ακρίδες,
κρυφομιλάει στις κατσαρίδες.
Το πρωί ξυπνάει με κέφι,
παίρνει το μικρό του ντέφι
και αρχίζει να χτυπάει,
τα κοκόρια όλα ξυπνάει.
Κι αφού το δάσος ξεσηκώσει
και τα χέρια του τεντώσει,
φοράει καπέλο με κουδούνια,
στις καμινάδες κάνει κούνια.
Έτσι η μέρα του αρχίζει,
τον κόσμο όλο αυτός ζαλίζει.
Κάνει συχνά κατεργαριές,
αταξίες και ζημιές.
Τρικλοποδιά βάζει στις κάμπιες,
βάφει κόκκινες τις μπάμιες,
χτενίζει με χτένα όλους τους κάκτους,
κοροϊδεύει τους βατράχους!
Σ’ ένα τσίρκο μία μέρα,
μπαίνει με κέφι και αέρα.
Βρίσκει του κλόουν εκεί τη μύτη,
την πετάει απ’ το φεγγίτη.
Κρεμμύδι παίρνει από το ράφι,
κατακόκκινο το βάφει
και μοιάζει τώρα με τη μύτη,
που πέταξε απ’ το φεγγίτη.
Τη βλέπει ο κλόουν και τη βάζει,
κλάμα τον πιάνει και φωνάζει!
Μα κι αν είναι κατεργάρης,
άτακτος και ζαβολιάρης,
είναι καλόκαρδος πολύ
και μοιάζει με μικρό παιδί.
Έχει παράπονο μεγάλο,
δε θέλει μόνος να ‘ναι άλλο.
Κάθε Χριστούγεννα τα ίδια,
μόνος του να τρώει καρύδια.
Μόνος του δέντρο να στολίζει
και πάλι μόνος να δακρύζει.
Καλοδεχούμενος δεν είναι,
κανένας δεν του λέει «Μείνε!» .
Κάλαντα μόνος πάλι λέει
κι ύστερα κάθεται και κλαίει.
Όταν γιορτές είναι κοντά,
κάτι του σφίγγει την καρδιά.
Μια Κυριακή που ‘χε λιακάδα,
εκεί που άπλωνε μπουγάδα,
κάτω απ’ την κληματαριά,
βλέπει ένα γέρο κοιλαρά.
Κόκκινο σκούφο, μακρύ φοράει,
λαχανιάζει, ξεφυσάει.
«Τι θες, παππούλη, εδώ πέρα;
Ήρθες να πάρεις φρέσκο αέρα;»
«Μία κουρούνα κουτσομπόλα,
ήρθε και μου τα ‘πε όλα.
Πως μένεις σε μια κολοκυθιά
και νιώθεις μεγάλη μοναξιά.
Πως τα Χριστούγεννα για σένα,
είναι μια μεγάλη έννοια.
Έχω ένα σχέδιο μεγάλο!
Στο Βόρειο Πόλο και στον πάγο,
μαζί με μένα να ‘ρθεις να ζήσεις
κι όσο μπορείς να βοηθήσεις.
Οι τάρανδοί μου θέλουν φροντίδα,
παρέα, όταν έχει καταιγίδα.
Θέλουν ν’ ακούνε παραμύθια,
για κουκιά και για ρεβίθια.
Νομίζω πως είσαι κατάλληλος,
να ‘σαι ο δικός μου υπάλληλος,
ο πιστός μου ο βοηθός,
ή και φίλος καρδιακός!
Μαζί με τα’ άλλα ξωτικά,
θα τρώμε κουλούρια και γλυκά,
μελομακάρονο αχνιστό,
θα πίνουμε κακάο ζεστό.
Μαζί μου έλα και δε θα χάσεις,
μόνος τα Χριστούγεννα, ξανά δε
θα περάσεις.
Και θα σου πω τώρα στ’ αυτί, κάτι,
που δεν το ξέρουν οι πολλοί.
Ο Αϊ- Βασίλης, δηλαδή εγώ,
σε κάθε πόλη, κάθε χωριό,
σε κάθε ήπειρο και χώρα,
μοιράζει στα παιδάκια δώρα
κι είναι δικός του βοηθός,
όποιος καλικάντζαρος, νιώθει μοναχός!
Κι έτσι ο καλικάντζαρος από το Καμερούν,
με τα μεγάλα αυτιά, που όλα τα ακούν,
παίρνει απόφαση μεγάλη,
να ζήσει σε μια χώρα άλλη.
Με τ’ Αϊ- Βασίλη τα ξωτικά,
να φτιάχνει δώρα γιορτινά.
Τους τάρανδούς του να φροντίζει,
άλλο πια να μη δακρύζει.
Παίρνει, λοιπόν, μια καλαθούνα,
βάζει μέσα μία κούνια,
τη μικρή του καραμούζα,
ένα πατίνι που κάνει σούζα,
ένα πάνινο κουνάβι
κι ένα ξύλινο καράβι.
Στο έλκηθρο πάνω όλα τα βάζει
κι αρχίζει να φωνάζει:
«Αϊ- Βασίλη, πάμε εμπρός,
είμαι ο δικός σου βοηθός.
Στο Βόρειο Πόλο πάμε τώρα,
μαζί σου θα μοιράζω δώρα.
Μαζί σου θα ζω ευτυχισμένα,
χωρίς Χριστούγεννα θλιμμένα!!»

7 Οκτωβρίου 2009

ΜΙΑ ΠΑΝΤΟΦΛΑ Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ


Μια παντόφλα η Περσεφόνη,
περπατάει στο μπαλκόνι.
Είναι περίεργη πολύ
κι όλο ρωτάει τι και γιατί.
«Τι είναι εκείνο που μιλάει;
Το πουλί γιατί πετάει;
Τι χρώμα έχει το πεπόνι;
Μήπως πετάει σαν μπαλόνι;
Γιατί δεν είμαι πουπουλένια,
φτερά δεν έχω μεταξένια,
να δω τον κόσμο από ψηλά;
Βαρέθηκα τα χαμηλά!
Βαρέθηκα να με πατάνε,
μία βόλτα δε με πάνε,
μες στο σπίτι με κρατάνε.
Με χάνουν κάτω απ’ το κρεβάτι,
θά θελα να ‘μουν σε παλάτι.
Δε θέλω να ‘μαι λερωμένη,
με φαγητά πασαλειμμένη
και να μυρίζω ποδαρίλα,
κάλλιο να ‘χα πιτυρίδα.»
«Και γι αυτό υπάρχει λύση,
στο πλυντήριο μια πλύση»,
της λέει ένα πορτοκαλί πατάκι,
που κυλιέται στο χωλάκι.
Μια και δυο η Περσεφόνη,
παρατάει το μπαλκόνι
και με περίσσια μαεστρία,
αρχίζει την ορειβασία.
Ανεβαίνει στο πλυντήριο,
που ‘ναι για κείνη μεγαθήριο,
και κάνει την παλαβομάρα,
να βουτήξει στην μπουγάδα.
Τώρα στου πλυντηρίου το στόμα,
με πολλά ρουχάκια ακόμα,
κολυμπάει στο νεράκι,
πίσω κλείνει το πορτάκι.
Με μιας το πλύσιμο αρχίζει,
την παντόφλα μας ζαλίζει.
Πάνω κάτω, γύρω γύρω.
«Σταματήστε το να φύγω!
Ποπό με βρήκανε μπελάδες,
κατάπια τόσες σαπουνάδες»
Η Περσεφόνη τώρα φωνάζει
κι όλο μπουρμπουλήθρες βγάζει.
Ώσπου το πλύσιμο τελειώνει
και βγαίνει έξω η Περσεφόνη.
Πλυμένη τώρα και ζαλισμένη,
πράσινη απ’ το φόβο της και ξεχειλωμένη.
«Πώς θα κάνω πάλι πατίνι;
Πατινάζ στην παρκετίνη,
που ‘χω γίνει σαν λυθρίνι;»
Μα του σπιτιού το αγοράκι,
που γύρισε απ’ το παρκάκι,
μόλις βλέπει την Περσεφόνη,
στο κεφάλι του τη στρώνει.
«Αχού τι ωραίο καπέλο,
στο κεφάλι μου το θέλω!»
Κι η Περσεφόνη πια δεν γκρινιάζει,
με παντόφλα πια δε μοιάζει.
Είναι ένα ωραίο καπέλο
και σταμάτησε τα «θέλω».
(Όλοι μπορούμε να γίνουμε αυτό που ονειρευόμαστε.....αρκεί να βοηθήσουν οι συνθήκες)

2 Σεπτεμβρίου 2009

Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ

Ένα μικρούλι ξυπνητήρι
με ασημένιο κουρδιστήρι
το φωνάζουν Ξενοφώντα
και έχει όλα τα προσόντα,
τους πάντες γύρω να ξυπνάει,
για χάρη τους να ξαγρυπνάει.
Σε σπίτι έμενε παλιό,
σε ξακουστό αρχοντικό.
Ήταν ρολόι εργατικό,
το χρόνο είχε αφεντικό.
Χτυπούσε πάντα ξημερώματα.
Φώναζε:
«Κάτω τα παπλώματα!
Ετοιμαστείτε για δουλειά,
στείλτε σχολείο τα παιδιά.»
Μα μία μέρα πού κανε γαργάρα
με το λάδι
Μία αράχνη πονηρή που ζούσε
στο σκοτάδι,
σταματάει να υφαίνει
κι απ’ το ταβάνι κατεβαίνει.
«Σε βλέπω, φίλε μου καλέ,
πόσο πολύ δουλεύεις
και πόσο τις δυνάμεις σου πάντα
εσύ ξοδεύεις,
όλους εμάς για να ξυπνήσεις,
δίχως κάτι να ζητήσεις.
Συνέχεια ζεις μέσα στο άγχος,
πρέπει να νιώθεις σκέτο ράκος,
το χρόνο πάντα να μετράς,
μονάχα εσύ να ξαγρυπνάς.
Έχεις φωνή μαγευτική,
ζήτα λιγάκι προσοχή!
Μικρέ μου φίλε Ξενοφώντα,
σίγουρα έχεις όλα τα φόντα,
στην όπερα να τραγουδήσεις
κι όλους να τους ξεμυαλίσεις.
Ήρθε η στιγμή να σ’ εκτιμήσουν
κι όλοι να χειροκροτήσουν.»
Και με τα λόγια της αυτά,
του φουσκώνει τα μυαλά.
Ο Ξενοφώντας ξεμυαλισμένος,
όνειρα κάνει ο φαντασμένος.
Θέλει να γίνει ξακουστός,
τραγουδιστής ξεχωριστός.
Το μυαλό του έχει θολώσει
και πριν ακόμη ξημερώσει,
τη φωνή του καθαρίζει
κι αρχίζει ευθύς να ξεφωνίζει.
Πρόβες κάνει μες το βράδυ,
τραγουδάει στο σκοτάδι.
Δεν τον νοιάζει για το χρόνο,
σκέφτεται τη δόξα μόνο.
Μα μια νυχτιά με ξαστεριά,
που φώναζε μες στη σιγαλιά,
ξυπνήσαν οι νοικοκυραίοι,
ξετρύπωσαν κι οι αρουραίοι!
Κι όλοι μαζί ξενυχτισμένοι,
ήρθαν μπροστά του οργισμένοι.
«Πετάξτε το έξω από δω,
είναι ρολόι παλαβό.
Φωνάζει και ξαναφωνάζει,
όλο τον ύπνο μας ταράζει.
Μας έχει πλέον ξεκουφάνει,
κοντεύει πια να μας τρελάνει!»
Ώσπου μια μέρα ξαφνικά,
ρολόγια ηλεκτρονικά,
χωρίς γρανάζια και κουρδιστήρια,
όλο φωτάκια και ξυπνητήρια,
τ’ αφεντικά φέραν στο σπίτι,
για να γλιτώσουν το ξενύχτι.
Στείλανε τον Ξενοφώντα,
κι ας είχε ένα σωρό προσόντα,
σ’ ένα μικρό παλαιοπωλείο
ξεκούρδιστο και μες στο κρύο.
Κι εκεί αυτός ξεριζωμένος,
μόνος και ξεσπιτωμένος,
δεν τραγουδάει πια το βράδυ,
σιγοκλαίει στο σκοτάδι.
Μια ομπρέλα ξεφτισμένη
κι απ’ τον καιρό ξεθωριασμένη,
τον Ξενοφώντα ώρες κοιτάει
και στο τέλος τον ρωτάει:
«Γιατί σε φέρανε εδώ,
ρολογάκι μου παλιό;»
Ξαφνιάστηκε το ρολογάκι,
τρόμαξε το κακομοιράκι,
μα ξεθάρρεψε νωρίς
κι απάντησε ευθύς:
«Γιατί τα βράδια τραγουδούσα,
τη δουλειά μου την ξεχνούσα.
Αντί τον κόσμο να ξυπνήσω,
μ’ ένοιαζε πώς να τραγουδήσω.
Μήπως ξέρεις πώς θα φύγω,
από δω πώς να ξεφύγω;»
Μία ξεδοντιάρα χτένα,
που ‘χε δόντια εξήντα ένα,
σε γέλια δυνατά ξεσπάει
κι ευθύς του απαντάει.
«Εδώ θα μείνεις σκουριασμένο
κι είσαι, ρολόι, ξεγελασμένο,
αν νομίζεις πως θα φύγεις
κι απ’ τη σκουριά πως θα ξεφύγεις.
Να κάτσεις έπρεπε στ’ αυγά σου,
να βλέπεις μόνο τη δουλειά σου.»
«Χτενίτσα μου ξεδοντιασμένη,
μην είσαι τόσο ξινισμένη!
Άφησε το ρολογάκι
να μας πει ένα τραγουδάκι.»,
είπε ένας ξύλινος ιππότης,
ο ξιφομάχος ο Προκόπης.
Κι άρχισε το ξυπνητηράκι
να τραγουδάει με μεράκι
και τραγουδήσαν όλοι μαζί
μες στο μικρό το μαγαζί.
Η ξεμαλλιάρα η ξεσκονίστρα,
μια ξεβιδωμένη ξύστρα,
μια κρεμάστρα ξιπασμένη,
μια τρομπέτα σκουριασμένη,
ο ιππότης ο Προκόπης,
η κούκλα της μικρούλας Πόπης,
ένας σιδερένιος πυροσβέστης
και το μπρίκι ο Ορέστης.
Κι έτσι περνούσαν οι βδομάδες,
γλυκά σαν νά ‘ταν λουκουμάδες.
Ώσπου μια μέρα του Μαγιού
μια κοπελιά ξανθομαλλού,
μεσημεράκι κατά τις δύο,
μπήκε στο παλαιοπωλείο.
Έψαχνε ένα ρολόι,
που να είναι από σόι,
συντροφιά να της κρατάει,
τα βράδια να της τραγουδάει,
το πρωί να την ξυπνάει.
Όλα τα πράγματα μαζί
της λένε μες στο μαγαζί:
«Θέλεις ρολόι με προσόντα.
Θέλεις, λοιπόν, τον Ξενοφώντα.
Πάρ’ τον μαζί σου και δε θα χάσεις.
Την πλήξη ευθύς θα την ξεχάσεις.»
Έτσι μια μέρα του Μαγιού,
η κοπελιά η ξανθομαλλού
πήρε μαζί το ξυπνητήρι,
με τ’ ασημένιο κουρδιστήρι.
Του βρήκε σπίτι για να ζει
και άφησε το μαγαζί.
(ΤΩΡΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!!!)








30 Αυγούστου 2009

ΜΙΑ ΖΑΚΕΤΑ ΞΗΛΩΜΕΝΗ

Μια ζακέτα ξηλωμένη,
στην ντουλάπα είναι κλεισμένη,
με ζιλεδάκια και ζιπουνάκια,
με κάλτσες και παντελονάκια.
Έχει τώρα ξεθωριάσει,
το χρώμα της το έχει χάσει
και όπως είναι ζουληγμένη,
νιώθει πολύ δυστυχισμένη!
Κάποτε ήτανε γαλάζια,
στα παιδάκια έκανε νάζια,
είχε μανίκια ριγωτά,
κουμπάκια σαν ζαχαρωτά.
Μια μέρα με ζέστη και λιακάδα,
τη ρίχνουν μέσα στην μπουγάδα.
Στην ταράτσα την απλώνουν,
τα μανίκια της τεντώνουν.
Έξαφνα, άνεμος τρελός,
ο Ζέφυρος, ο ξακουστός,
την μπουγάδα αναστατώνει,
τη ζακετούλα μας σηκώνει.
Σαν ζέπελλιν τρελά πετά
και τα σκοινιά αποχαιρετά.
Στο νότο πάει στην Αφρική,
στη ζούγκλα την τρομαχτική.
Βλέπει ζέπρες να περνάνε
και γαζέλες να πηδάνε,
βλέπει ζώα ζηλευτά
και θηρία τρομαχτικά.
Μα ξάφνου, ο Ζέφυρος ζεστός,
ο άνεμος ο παλαβός,
σταματάει να φυσάει,
εξαφανίζεται και πάει!
Μέσα στη ζούγκλα την πυκνή,
τη ζακετούλα αφήνει εκεί.
«Ποπό, τι ζέχνει εδώ τριγύρω;
Πώς θα μπορέσω ξανά να φύγω;»
«Είναι ο Ζέφυρος τρελός!»,
της λέει ένας ερωδιός.
«Πάρ’ το απόφαση πως δε θα φύγεις,
δύσκολο απ’ τη ζούγκλα να ξεφύγεις!
Τα μέρη αυτά που είσαι τώρα
είναι των θηρίων η χώρα
κι εδώ είν’ το δέντρο που τώρα μένει
η ζέπρα η ζαχαροκαμωμένη.
Τις ρίγες της τις έχει χάσει,
τις έχει σίγουρα ξεχάσει,
γιατί, όχι, μόνο ζαβολιάρα,
είναι, σου λέω, και ξεχασιάρα!
Άντε, κοιμήσου, ζακετούλα,
τα ξαναλέμε την αυγούλα.»
Κι έτσι εκεί η ζακετούλα,
μέσα στης ζούγκλας τη δροσούλα,
όνειρα βλέπει ζακετένια,
ότι δεν έχει καμία έννοια.
Πως όλοι πάλι την ποθούν,
τη θέλουν για να ζεσταθούν!
Και εκεί που ήταν ζαρωμένη,
η ζακετούλα και κοιμισμένη,
μια φωνούλα ζωηρή,
την ξυπνά στο πι και φι:
«Ω, είμαι τόσο τυχερή,
δε θα ‘μαι πια ζέπρα λευκή,
ζακέτα βρήκα ριγωτή!»
και τη σηκώνει απαλά,
στην πλάτη της την ακουμπά.
Από τότε οι δυο αυτές,
είχανε γίνει κολλητές.
Μαζί ήταν χρόνια, μαζί ζαμάνια,
σαν τα καπάκια με τα καζάνια!
Μα μία μέρα σαν ζωγραφιά,
η άσπρη ζέπρα την ξεχνά
και την αφήνει μόνη εκεί,
στην άμμο τη ζεματιστή.
«Είμαι χαμένη τώρα πια,
μόνη σαν ζαχαροκαλαμιά!»
κι η ζακέτα το κλάμα αρχίζει,
ώσπου αεράκι τη νανουρίζει.
Περνάνε μήνες, περνάνε χρόνια,
οι μέρες πετάν σαν τα μπαλόνια
κι η ζακετούλα μόνη εκεί,
κάποιον προσμένει να φανεί.
Ώσπου……..
Μια ζωολόγος απ’ τη Ζυρίχη,
που βάφει κόκκινο το νύχι,
έρευνα κάνει στη ζωολογία,
στη ζούγκλα μένει με τα θηρία.
Στη ζακετούλα πάνω πατάει,
σκύβει την παίρνει και την κρατάει.
«Τι έκπληξη πάλι κι αυτή,
μία ζακέτα ριγωτή,
στην ερημιά παρατημένη
κι από την άμμο λερωμένη.
Μαζί την παίρνω δεν την αφήνω,
αμέσως φεύγω για να την πλύνω!»
Κι όταν γυρίζει πια στη Ζυρίχη,
όπου όλο κρυολογεί και βήχει,
τη ζακετούλα πάντα φορά,
γιατί έχει κρύο στο βορρά.
Και ζει η ζακέτα πια ευτυχισμένη,
γιατί έχει κάποιον να τον ζεσταίνει!!
(ΑΧ! ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΥΣΗΞΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΔΩ ΑΥΤΟΣ Ο ΖΕΦΥΡΟΣ!!!!!)


29 Ιουλίου 2009

ΜΙΑ ΜΑΓΙΣΣΑ Η ΜΠΑΜΠΙΛΩ



Μία μάγισσα η Μπαμπίλω

μένει σ’ έναν άδειο μύλο.

Μύλο, μύλο στοιχειωμένο,

παλιό και εγκαταλελειμμένο.

Οδηγεί μοτοσικλέτα,

στα μαλλιά φοράει φουρκέτα.

Τρώει κιμά με μακαρόνια,

από βρωμούσες φτιάχνει κολόνια.

Φοράει εμπριμέ μανδύα,

θέλει να πάει στα καλλιστεία.

Θέλει να γίνει μπαλαρίνα,

μανεκέν ή θεατρίνα.

Μα είναι άσκημη πολύ

και έχει μακρουλό αφτί.

Έχει μουστάκι και μυωπία,

δεν είναι αυτή για καλλιστεία!

Με ξόρκια, φίλτρα και μαντζούνια,

με λόγια μαγικά μιλιούνια,

προσπαθεί να γίνει ωραία,

να ‘ναι καλλονή μοιραία!

Μα μόλις μικραίνει το αφτί,

μακραίνει η μύτη της πολύ

και μόλις χαθεί η μυωπία,

στα πόδια παθαίνει πλατυποδία!

Μόλις τα μαλλιά της στρώνει,

η κοιλιά της μεγαλώνει.

Οι άλλες μάγισσες γελάνε

και τις κοιλιές όλο κρατάνε.

«Αυτό θα πει αποτυχία,

θα ‘χαμε πάθει μελαγχολία!

Ούτε ένα ξόρκι της προκοπής,

μια μαγγανεία περιωπής!»

Μα η Μπαμπίλω δεν τις μιλάει,

κλείνει τ’ αφτιά και προχωράει.

«Τις κοροϊδίες δεν τις αντέχω.

Ταλέντο στη μαγεία έχω και

στην Ακαδημία των μαγισσών,

θα δείξω πως έχω εγώ προσόν!»

Μέσα στο μύλο τον γκρεμισμένο,

το φως της πάντα ειν’ αναμμένο.

Νύχτα και μέρα μελετάει,

από τη νύστα παραπατάει.

Κι έτσι ο καιρός περνούσε,

ενώ η Μπαμπίλω αναζητούσε

κάτι σπουδαίο για να κάνει,

τις μαγισσούλες να τρελάνει.

«Να κάνω μωβ τη μαγιονέζα

ή να ψηλώσω μία κινέζα;

Να κάνω μπλε τη μορταδέλα;

Ή να κάνω τα μοσχάρια,

να χορεύουν ταραντέλα;

Να κάνω κίτρινα τα μαραμπού;

Ή να το σκάσω για αλλού;

Μαλλιά να βάλω στα καγκουρό;

Ή το μετάξι να ‘ναι σκληρό;»

Και μία μέρα του Μαγιού

κάθεται η Μπαμπίλω σε καναπέ μπαμπού.

Στα νύχια κάνει μανικιούρ

και τρώει ένα μικρό πτι φουρ.

Μα βλέπει έξαφνα καπνό,

μαυρίλα, κακό και πανικό.

«Τι γίνεται κάτω εκεί;»,ρωτάει

μια μάινα που βιαστική περνάει.

«Πόλεμος γίνεται κυρά μου,

πετάω να σώσω τη φωλιά μου!»

«Κινδυνεύουν τα παιδιά

κι οι φίλοι μου τα ξωτικά!»,

λέει και τρέχει η Μπαμπίλω

μέσα στον άδειο της το μύλο.

Ξεχνάει αμέσως τα μεγαλεία,

τις φήμες και τα καλλιστεία.

Γρήγορα τρέχει κάτι να κάνει,

τον πόλεμο για να ξεκάνει!

Τη μηχανή της καβαλάει,

δίνει μια κι ευθύς πετάει!

Μαζί της έχει μια μαγκούρα

κι ένα σακουλάκι μούρα.

Και μέχρι πια να πεις Μπαμπίλω

έχει φύγει απ’ το μύλο!

Από τα σύννεφα ψηλά

βλέπει μονάρχη κοιλαρά.

Βόμβες να ρίξουν διατάζει,

να τα γκρεμίσουν όλα προστάζει!

Βλέπει παιδάκια φοβισμένα,

τα παιχνιδάκια τους σπασμένα.

«Δε θέλω εδώ ξανά παιχνίδια,

γιατί με ζώνουνε τα φίδια»,

λέει ο μονάρχης και ουρλιάζει

και η Μπαμπίλω νευριάζει.

«Ποιος είναι αυτός που διατάζει;»

Δίνει μια με τη μαγκούρα,

κάνει τις βόμβες γλειφιτζούρια,

τις σφαίρες κάνει καραμέλες,

κάνει τα όπλα μωβ ομπρέλες

και του μονάρχη τη στολή

μαγιό την κάνει στη στιγμή!

Το κλάμα αρχίζει ο κοιλαράς,

τώρα τον βρήκε νέος μπελάς!

Τα παιδάκια από κρυψώνες,

έχουνε πάρει τις σφεντόνες.

Τα μαύρα μούρα του πετάνε,

πίσω του τρέχουν και γελάνε.

Τώρα ο μονάρχης ακόμη τρέχει,

τόπο να μείνει πια, δεν έχει.

Κι η μάγισσα μας η Μπαμπίλω,

δε μένει πια στον άδειο μύλο.

Στην Ακαδημία των μαγισσών

έδειξε πως έχει αυτή προσόν.

Μαθήματα κάνει στις μαγισσούλες,

πώς να κάνουν τους μονάρχες,

ενοχλητικές μυγούλες!

Κι όλες τη θέλουν για παρέα,

τη βλέπουν μάλιστα ωραία.

Κι αν είναι άσχημη πολύ,

πια δεν τρομάζει ούτε παιδί!

(ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟΥ!!!!)

18 Ιουλίου 2009

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΟ



Μια κουκλάρα λαχανίδα,

που όλοι τη φωνάζουν Λήδα,

σε μεγάλο κήπο μένει

κι είναι πολύ ευτυχισμένη.

Λέει πως είναι απ’ τις Βρυξέλλες

Και περνάει όλες τις μέρες

τα φύλλα της κάνοντας πλεξούδες,

βάζοντας πάνω πεταλούδες.

«Λαλαλά λαλαλά

λούσα θέλω εγώ πολλά!

Εγώ δεν είμαι τελικά

σαν τα πολλά λαχανικά!

Κοίταξε εκείνα τα’ αγγουράκια

ή τα μικρούλια ραπανάκια,

σέρνονται πάντα μες το χώμα,

δεν έχουν το δικό μου σώμα.

Κοίτα εκείνο το μαρούλι,

που ‘ναι σαν πράσινο καρούλι,

ή το άσπρο κουνουπίδι,

πόσο σγουρό έχει το φρύδι!

Κοίτα το δειλό το λάχανο,

που ‘ναι μονίμως μες το χάχανο.

Ποιος θα τον πάρει σοβαρά

το γελαστό τον κοιλαρά;»

Κι έτσι πάντα αυτή μοιραία,

του κήπου έβγαινε η ωραία.

Τ’ ακούει η ντομάτα όλ’ αυτά,

τη Λήδα τη λοξοκοιτά

κι από την πολλή οργή της,

μιλάει και τρέμει η φωνή της:

«Γι’ αυτά που λες να ντρέπεσαι, μικρή μου λαχανίδα

και να ‘σαι πιο προσεκτική για θα σε φάει

η γίδα!»

«Ντοματούλα μου Μαρία,

είσαι στρογγυλή και λεία,

έχεις σώμα σαν λουστρίνι,

μα δεν είσαι φιγουρίνι.

Μη με ζηλεύεις το λοιπόν,

που δεν είμαι σαν πον πον.»

«Βρε κορίτσια, σταματήστε,

τη λογομαχία λήξτ’ τε!

Για να λουλουδίσει ο κήπος,

Δε χρειάζεται το μίσος.»,

λέει του κήπου ο σοφός,

ο σοβαρός ο μαϊντανός.

Το λόγο παίρνει ο Αριστείδης,

ο σγουρός ο κουνουπίδης:

«Λήδα, με άλλη δε συγκρίνεσαι,

πως δε με βλέπεις, μην υποκρίνεσαι.

Είσαι μοναδική και μία,

μη μ’ έχεις στην αμφιβολία.

Της μέρας μου είσαι η ηλιαχτίδα,

όμορφή μου λαχανίδα!

Με λαχτάρα σε κοιτάζω

και βαριαναστενάζω.

Θα σου πάρω ΕΓΩ καπέλα,

θα ‘σαι η πιο ωραία κοπέλα.

Γυναίκα μου θέλω να σε κάνω,

αυτό είναι το δικό μου πλάνο!»

«Δεν είμαι για σένα, κουνουπίδι,

του κήπου είμαι ‘γω στολίδι!

Είμαι εγώ για μεγαλεία,

για τα λαχανοκαλλιστεία.

Απ’ τη λαχαναγορά είμαι έξω,

μα μόλις μπω θα διαπρέψω!»

Τώρα μιλάει η πιπεριά,

που λιάζεται σε μια γωνιά:

«Τα λογικά σου έχασες, ονειρεμένη Λήδα;

Στα συγκαλά σου έλα, πράσινη μου λαχανίδα!

Θυμάσαι το κίτρινο λεμόνι,

που ‘ταν μεγάλο σαν πεπόνι;

Στον κήπο μπήκαν και το πήραν,

και στη λαχαναγορά το πήγαν.

Λεμονόκουπα τ’ αφήσαν,

στη χωματερή το ρίξαν.

Δεν είναι η λαχαναγορά, ωραία καλλιστεία.

Είναι, σου λέω, των λαχανικών

η καθαρή ληστεία!

Ό,τι πολύτιμο σου παίρνουν,

σε ξεζουμίζουν και σε γδέρνουν!»

«Δεν ήμουν καθόλου λογική,

μαζί σας δεν ήμουν φιλική.

Νιώθω φοβερή ντροπή, πιπεριά μου μακρουλή,

που ήμουν περήφανη πολύ.

Φαίνεται πως τα τελάρα, δεν κρύβουν μεγαλεία,

πως είναι δυστυχώς του λαχανοπώλη η λεία!»,

Λέει η όμορφη η Λήδα,

η πράσινη η λαχανίδα.

Κείνη την ώρα ξαφνικά,

ακούνε μια γνωστή μιλιά:

«Μια ωραία λαχανίδα,

λίγο πριν νομίζω είδα,

που ήτανε λαχταριστή,

θα γίνει νόστιμη βραστή!»,

είπε του κήπου ο αφέντης,

ένας κηπουρός λεβέντης.

Τ’ ακούει η Λήδα κι απ’ την τρομάρα της,

τρέμουνε τα φυλλοκάρδια της.

ΤΟΤΕ………

Μπροστά της μπαίνει ο Αριστείδης,

ο γενναίος κουνουπίδης,

που απ’ την αγάπη του την τόση,

έχει τώρα μαραζώσει

Και με τα φύλλα κρύβει τη Λήδα,

τη φοβισμένη λαχανίδα.

«Τα μάτια μου με γέλασαν

ή απ’ τα χρόνια γέρασαν.

Δε βλέπω καμία λαχανίδα,

μόνο γλιστερή γλιστρίδα,

μαρούλια, πράσινα αντίδια

και μαραμένα κουνουπίδια».

Λέει ο κηπουρός και βγαίνει

και στο σπίτι του πηγαίνει.

«Ήρωά μου, κουνουπίδη,

της ζωής μου εσύ στολίδι,

ήμουνα σκληρή μαζί σου,

πως με συγχωρείς, ορκίσου!

Άντρα μου θέλω να σε κάνω,

αυτό και το δικό μου πλάνο!»,

Δυνατά φωνάζει η Λήδα,

η όμορφη η λαχανίδα.

Γάμος τώρα γίνεται μέσα στο περιβόλι

και το γλεντάνε όλοι,

οι μπάμιες, τα βλήτα, τα σπανάκια,

τα μακρουλά τα φασολάκια,

τα σέσκουλα και οι πατάτες,

όλες οι στρουμπουλές ντομάτες,

ο άνηθος κι ο μαϊντανός,

μαζί κι η νύφη κι ο γαμπρός.

Η όμορφη η Λήδα,

η πράσινη η λαχανίδα,

που άντρα της τώρα έχει πάρει,

του κήπου αυτού το παλικάρι,

το γενναίο Αριστείδη,

το σγουρό το κουνουπίδι.