1 Ιουλίου 2009

Ο ΛΑΣΠΑΝΘΡΩΠΟΣ

("Ο λασπάνθρωπος" είναι αφιερωμένος στο φίλο του gallosg.blogspot.com. που οι απίθανες φωτογραφίες του με ενέπνευσαν!)

Τον λασπάνθρωπο τον γνώρισα τυχαία… Μια βροχερή Δευτέρα του Ιουνίου με άσχημη διάθεση,λόγω ημέρας και λόγω καιρού πήγαινα στη δουλειά μην περιμένοντας τίποτα καλό. Και όπως δεν έβλεπα καλά καλά μπροστά μου,

σπλάτς, δεν άργησε να γίνει το κακό και να βρεθώ σε μια ύπουλα κρυμμένη λακκούβα με νερά. Μούσκεμα τα παπούτσια, μούσκεμα και το παντελόνι!!! Μέχρι

να τιναχτώ και να κάνω πάλι αξιοπρεπή το παντελόνι μου και τα παπούτσια μου, είδα μια μούρη να με κοιτάζει μέσα από τα νερά. Σχεδόν έμοιαζε με την αντανάκλασή μου,μα και πάλι όχι, ήταν κάτι άλλο.

Το πλάσμα μέσα από τα νερά με χαιρετούσε!!!! Καμιά φορά όταν η μέρα σου δε σου υπόσχεται τίποτα καλύτερο, δε χρειάζεται πολύς χρόνος για μια βουτιά στο άγνωστο. Το πρώτο μου λασποβούτι και βρέθηκα στα σωθικά της λακκούβας.

Ένας κόσμος φτιαγμένος από λάσπη…. «Καλώς ήρθες στον κόσμο μου! Μέρες

περιμένω κάποιος να τολμήσει και να μπει!», μου είπε ο λασπάνθρωπος με συστολή. Τι περίεργο πλάσμα!!!! «Και γιατί δεν βγαίνεις εσύ;» «Φοβάμαι…» .Η συνέχεια γι’ αυτόν ήταν εύκολη, θαρρείς και ξεθάρρεψε. Μου έδειξε το σπίτι του και

το λασπόκηπό του. Μου εξήγησε ότι η δουλειά του ήταν να φτιάχνει λάσπη μαλακή,

κατάλληλη για να μένουν πάνω της αποτυπώματα.

«Δε μ’ αρέσει εδώ!» μου είπε ο λασπάνθρωπος ύστερα από αρκετή ώρα σιωπής και να τη πάλι η ντροπή στο βλέμμα του. Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια χώρα άσχημη, μα μόνο αν ήξερες τον πάνω κόσμο, κράτησα όμως αυτή τη σκέψη για τον εαυτό μου. «Τι σου συμβαίνει, φίλε μου;» Η λέξη «φίλε μου» φώτισε το βλέμμα του και άρχισε να μιλάει ξανά. Πριν πολλά πολλά χρόνια μια γυναίκα, μια φωτογράφος βρέθηκε στη λακκούβα με τον ίδιο τρόπο που βρέθηκα κι εγώ. Ο λασπάνθρωπος την υποδέχτηκε και την ξενάγησε στον κόσμο του. Έμεινε μέρες, τράβηξε φωτογραφίες και έδειξε στον λασπάνθρωπο άλλες από τον κόσμο επάνω. Ενθουσιάστηκε ο καημένος! Δεν πίστευε στα μάτια του! Κάπου αλλού υπήρχαν και άλλα χρώματα εκτός από το σκούρο, ανοιχτό και βαθύ σκούρο καφέ της λάσπης. Πώς θα ήθελε να ζούσε εκεί ή να έμενε μαζί του εκείνη και ό,τι κουβαλούσε από αυτόν τον υπέροχο κόσμο(;)! «Όσο και να το θέλω δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου. Πρέπει να γυρίσω σ’ αυτά που με περιμένουν επάνω. Ο κόσμος μου δεν είναι και τόσο όμορφος όσο φαίνεται και ο δικός σου δεν είναι τόσο άσκημος όσο τώρα τον βλέπεις. Η πραγματικότητα είναι κάτι που φτιάχνουμε εμείς με τα μάτια μας και τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Το μόνο που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σου δώσω αυτά τα σποράκια. Με τον καιρό θα καταλάβεις τι πρέπει να κάνεις μαζί τους.» Κι ύστερα έφυγε και γύρισε η γυναίκα εκεί όπου ανήκε. Έμεινε σαστισμένος για χρόνια ο καημένος ο λασπάνθρωπος. Καλύτερα να μη γνώριζε ποτέ και να συνέχιζε τη ζωή του μέσα στην άγνοια. Κι αυτά τα σποράκια πώς θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν; «Τα έχεις ακόμη;», τον ρώτησα. Έτρεξε στο σπίτι του και τα έφερε κρατώντας τα με θρησκευτική ευλάβεια. Έμοιαζαν με απλούς σπόρους λουλουδιών. «Το μόνο που μπορώ να σου πω, φίλε μου, είναι να τα φυλάξεις στην καρδιά σου, όπως φύλαξες και την ιστορία που μου διηγήθηκες». Ο λασπάνθρωπος αντιλήφθηκε τη συμβουλή μου στην κυριολεξία και με μια αστραπιαία κίνηση βύθισε το χέρι με τους σπόρους στο στήθος του και ω, του θαύματος οι σπόροι έμειναν εκεί!!!! Ήρθε η ώρα να φύγω. «Μπορεί να ξαναέρθω κάποτε. Οι βροχές το χειμώνα είναι αρκετές και ίσως ο δρόμος μου να με ξαναφέρει σ’ αυτή τη λακκούβα.» Τι να πεις κάτι τέτοιες στιγμές όταν δεν ξέρεις με ποιο τρόπο μπορείς να βγάλεις κάποιον απ’ τη «λακκούβα» του; Επέστρεψα στο σπίτι μου και ούτε εκείνη μα ούτε την επόμενη μέρα πήγα στη δουλειά. Τα συναισθήματά μου είχαν μπει σε μεγάλες περιπέτειες.

Πέρασε εκείνο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και ο χειμώνας και πάνω που είχα αρχίσει να ξεχνάω το λασπάνθρωπο…… Μια βροχερή μέρα με όλες τις άσχημες διαθέσεις που αυτή μπορεί να φέρνει βρέθηκα στον ίδιο δρόμο. Κόσμος αρκετός ήταν μαζεμένος γύρω από μια λακκούβα. Άλλοι σταματούσαν για λίγο και ύστερα έφευγαν βιαστικά, άλλοι έσκυβαν περίεργοι, άλλοι κλωτσούσαν τα λιμνάζοντα νερά που ιρίδιζαν και άλλαζαν χρώματα συνεχώς. Λες και το ουράνιο τόξο βαρέθηκε τα ύψη και μ’ ένα μακροβούτι βρέθηκε εκεί μέσα! Περίμενα να φύγει όλος ο κόσμος και με μια γερή βουτιά βρέθηκα σε μέρη γνωστά. Ο φίλος μου με περίμενε και πάλι. «Έλα να σου δείξω!», μου είπε σαν να μην είχε περάσει μέρα που βρεθήκαμε ξανά!

Στο σπίτι του, στον κήπο του, στο χώρο όπου κινούνταν καθημερινά είχε συμβεί το απίθανο! Παντού τριγύρω οι λάσπες ιρίδιζαν και άλλαζαν χρώματα συνεχώς όπως ακριβώς και τα νερά της λακκούβας. Ο λασπότοπος μεταμορφωνόταν σε ουρανό, σε πίνακα ζωγραφικής, σε λιβάδια, βουνά, θάλασσα, όνειρα! «Τι συνέβη;» «Είχε δίκιο η γυναίκα! Πώς δεν το έβλεπα! Η πραγματικότητα βρίσκεται στα μάτια μας! Αλλάζεις βλέμμα, αλλάζεις και πραγματικότητα!»


5 σχόλια:

  1. Εβαλε τους σπόρους στην καρδιά του και άνθισε..
    γέμισε χρώματα..

    όμορφο..

    καλημέρα..

    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλή μέρα και σε σένα!
    Πάντα με τον καλό το λόγο!!
    Σ' ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. τι καλυτερο απο εναν λασπανθρωπο! ευφορος, γεματος θρεπτικα συστατικα, ντροπαλος, εν δυναμει ανθηρος ,καρποφορος και χρωματιστος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τι καλύτερο από ένα λασπάνθρωπο που μπορεί ν' αλλάξει την πραγματικότητά του με τον καλύτερο και λιγότερο ανώδυνο τρόπο και με την ικανότητα να εκτιμά και να απολαμβάνει το αποτέλεσμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Λασπάνθρωποι όλου του κόσμου ... ενωθείτε...

    Και πάλι καλό μου, ο ήρωας σου είχε την ταπεινή αυτογνωσία να γνωρίζει ποιος είναι και που είναι... και να ονειρεύεται τα χρώματα ενός άλλου κόσμου και ω! τι θαύμα... να τα εντάζει στον δικό του. Τι γίνεται με αυτούς που κατοικούν στη λάσπη που ονομάζουν ιριδίζον φως;

    Όπως και να χει... έχει δίκαιο όλα θέμα οπτικής είναι... είμαστε αντικειμενικοί μέσα στην υποκειμενικότητα μας.

    Φιλί

    ΑπάντησηΔιαγραφή