7 Ιουλίου 2009

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΠΟΥΝΟΦΟΥΣΚΑΣ(μια άλλη εκδοχή)


Ζούσε κάποτε μόνο του κατάμονο, ένα πλασματάκι περίεργο. Δεν έμοιαζε με τα ζώα τ’ άλλα, είχε αυτιά πολύ μεγάλα, είχε προβοσκίδα ροζ, μπλε τρίχωμα και κάτι μεγάλες, μεγάλες πατούσες. Προσπαθούσε πολύ μα πάρα πολύ να μοιάσει στους άλλους, όμως δεν τα κατάφερνε. Φορούσε σομπρέρο για να μη φαίνονται τ’ αυτιά μου μ’ αυτά όλο το έσκαγαν απ’ το καπέλο και δεν κρύβονταν με τίποτα. Κυλιότανε στη λάσπη για να μην είναι μπλε, μα όταν έβρεχε όλοι καταλάβαιναν την απάτη του. Φορούσε βατραχοπέδιλα για να κρύβει τις πατούσες του, μα δεν μπορούσε να περπατήσει και όλο έπεφτε. Προσπαθούσε να τραγουδήσει σαν τους άλλους, μα η φωνή του ήταν σκέτη καταστροφή και απομακρύνονταν όλοι από κοντά του. «Εσύ είσαι Aλλιώς», του έλεγαν κι έφευγαν. Προσπαθούσε να ζωγραφίσει σαν τους άλλους μα οι πατούσες του δεν το βοηθούσαν να φτιάξει παρά μουντζούρες. Οι άλλοι τα έβλεπαν, γελούσαν, του έλεγαν «Εσύ είσαι Aλλιώς» κι έφευγαν. Ο Αλλιώς δεν μπορούσε ούτε να παίξει σαν τους άλλους. Δεν καταλάβαινε τους κανόνες των παιχνιδιών και έκανε ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι. Ώσπου κάποια μέρα οι άλλοι του είπαν «Φύγε επιτέλους, εσύ είσαι Aλλιώς!». Ο καημένος ο Αλλιώς προσπάθησε να κλάψει σαν τους άλλους μα ούτε αυτό το κατάφερε, γιατί δεν ήξερε πώς να κλαίει. Κύλησε από το μάτι του μόνο ένα μικρό μικρό ροζ δάκρυ και ο Αλλιώς αποφάσισε να φύγει. Απ’ όπου κι αν περνούσε όλοι του έλεγαν «Φύγε, εσύ είσαι Αλλιώς!» Μια μέρα ο Αλλιώς συνάντησε σκαρφαλωμένη πάνω σε μια βερικοκιά μια σαπουνόφουσκα. « Κάποιος έχασε τη σαπουνόφουσκά του. Ωραίο σπιτάκι θα ήταν για μένα», σκέφτηκε ο Αλλιώς και αμέσως μπήκε μέσα στη σαπουνόφουσκα. Επιτέλους ο Αλλιώς ένιωθε λίγο σαν τους άλλους. Είχε δικό του σπιτάκι και ταξίδευε πετώντας ψηλά χωρίς κανένας να γελάει μαζί του. Κάθε πρωί ξεσκόνιζε προσεκτικά και διπλογυάλιζε τη σαπουνόφουσκά του. Ύστερα καθόταν αναπαυτικά και έβλεπε μέσα από κει κομματάκια του κόσμου. Ζωγράφιζε ότι έβλεπε και επειδή κανένας δε γελούσε μαζί του, ένιωθε ευτυχισμένος! Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα, μα βαρετά. Ένα απόγευμα την ώρα που ο Αλλιώς ήταν σκαρφαλωμένος πάνω σε μια λεμονιά και προσπαθούσε να βάψει όλα τα λεμόνια μπλε- είχε μια τρελή ιδέα εκείνη την ημέρα ότι τα λεμόνια θα ήταν λιγότερο ξινά, αν ήταν μπλε- είδε να τον πλησιάζει ένα πλασματάκι πολύ μα πολύ περίεργο. Ήταν κοντό και κόκκινο. Η μύτη του έμοιαζε με μπαλόνι, τα μάτια του ήταν μεγάλα σαν πιατάκια του καφέ και χαμογελούσε μ’ ένα πελώριο χαμόγελο. - Ε, φίλε! Ωραία η ιδέα σου να βάψεις τα λεμόνια μπλε, έτσι δε θα ‘ναι τόσο ξινά! Να έρθω να μείνω μαζί σου στη σαπουνόφουσκά σου; Ένα σμήνος από ιπτάμενες ομπρέλες έσπασε κατά λάθος τη δική μου σαπουνόφουσκα και έμεινα χωρίς σπίτι, είπε το πλασματάκι και του έδειξε το πιο μεγάλο και το πιο εντυπωσιακό χαμόγελό του. -Αποκλείεται, είπε ο Αλλιώς και γύρισε στη ζωγραφική του. - Θα σου μάθω πώς να βάφεις τα πεπόνια κίτρινα και πώς να γαργαλάς τζιτζίκια. Ξέρω ακόμη να κουνάω τις τρίχες στο κεφάλι μου και την ουρά μου! Θέλεις να σου μάθω; - Αυτά μπορεί να τα κάνει ο καθένας. Άσε με ήσυχο! - Μοιάζουμε τόσο πολύ, είμαι σίγουρος ότι θα είμαστε θαυμάσια παρέα! -Ε, όχι και μοιάζουμε!, φώναξε ο Αλλιώς, Εσύ είσαι κάπως…………… -Μα ξέρεις κιόλας το όνομά μου! Είδες; Με λένε Κάπως -Όχι, σου λέω! Φύγε! Ο Κάπως έβγαλε το χαμόγελό του και το έβαλε στην τσέπη του ή σ’ αυτό τέλος πάντων που είχε μπροστά στην κοιλιά του. Κοίταξε για τελευταία φορά τον Αλλιώς και ένα μικρό μικρό ροζ δάκρυ κύλησε από το μάγουλό του. Αυτό το μικρό μικρό ροζ δάκρυ κάτι θύμισε στον Αλλιώς και του φάνηκε ξαφνικά ότι μοιάζει τόσο μα τόσο πολύ με τον Κάπως. - Στάσου περίμενε! Αφού χωράω μες στη σαπουνόφουσκα εγώ χωράνε άλλοι είκοσι δυο, φώναξε. Ο Αλλιώς και ο Κάπως, ο Κάπως και ο Αλλιώς μπήκαν ευθύς μέσα στη σαπουνόφουσκα και έγιναν φίλοι αχώριστοι, φίλοι κολλητοί. Έκαναν πολλά ταξίδια και πέρασαν από μέρη χίλια. Στο δρόμο τους συνάντησαν τον Κάπως Αλλιώς, τον Άλλο, τον Αλλιώτικο, τον Απ’ Αλλού και ποτέ δεν αναρωτήθηκαν αν μοιάζουν μεταξύ τους. Όταν κάποιος ήθελε να τους ακολουθήσει φώναζαν όλοι με μια φωνή: Αφού χωράμε μες στη σαπουνόφουσκα εμείς, χωράνε άλλοι είκοσι τρεις! Και όταν πια οι είκοσι τρεις έγιναν χίλιοι είκοσι τρεις έχτισαν όλοι μαζί ένα χωριό και έφτιαχναν εκεί πολύχρωμες φυσαλίδες για περίεργα ψάρια και για στρουμπουλές γοργόνες.

3 σχόλια:

  1. τι λες παιδακι μου, τι λες;

    επειγοντως να μου πεις που ειναι το χωριο να παω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θα σου το πω ιδιαιτέρως!!!Άμα γίνουμε πολλοί κι εκεί γα.....τα!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολλοί λέτε να υπ-άρχουν Αλλιώς;

    δύσκολο..

    ή τουλάχιστον είναι πολύ διασκορπισμένοι..

    έχουν.. άπλα!!

    καλησπέρα σας! :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή