2 Σεπτεμβρίου 2009

Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ

Ένα μικρούλι ξυπνητήρι
με ασημένιο κουρδιστήρι
το φωνάζουν Ξενοφώντα
και έχει όλα τα προσόντα,
τους πάντες γύρω να ξυπνάει,
για χάρη τους να ξαγρυπνάει.
Σε σπίτι έμενε παλιό,
σε ξακουστό αρχοντικό.
Ήταν ρολόι εργατικό,
το χρόνο είχε αφεντικό.
Χτυπούσε πάντα ξημερώματα.
Φώναζε:
«Κάτω τα παπλώματα!
Ετοιμαστείτε για δουλειά,
στείλτε σχολείο τα παιδιά.»
Μα μία μέρα πού κανε γαργάρα
με το λάδι
Μία αράχνη πονηρή που ζούσε
στο σκοτάδι,
σταματάει να υφαίνει
κι απ’ το ταβάνι κατεβαίνει.
«Σε βλέπω, φίλε μου καλέ,
πόσο πολύ δουλεύεις
και πόσο τις δυνάμεις σου πάντα
εσύ ξοδεύεις,
όλους εμάς για να ξυπνήσεις,
δίχως κάτι να ζητήσεις.
Συνέχεια ζεις μέσα στο άγχος,
πρέπει να νιώθεις σκέτο ράκος,
το χρόνο πάντα να μετράς,
μονάχα εσύ να ξαγρυπνάς.
Έχεις φωνή μαγευτική,
ζήτα λιγάκι προσοχή!
Μικρέ μου φίλε Ξενοφώντα,
σίγουρα έχεις όλα τα φόντα,
στην όπερα να τραγουδήσεις
κι όλους να τους ξεμυαλίσεις.
Ήρθε η στιγμή να σ’ εκτιμήσουν
κι όλοι να χειροκροτήσουν.»
Και με τα λόγια της αυτά,
του φουσκώνει τα μυαλά.
Ο Ξενοφώντας ξεμυαλισμένος,
όνειρα κάνει ο φαντασμένος.
Θέλει να γίνει ξακουστός,
τραγουδιστής ξεχωριστός.
Το μυαλό του έχει θολώσει
και πριν ακόμη ξημερώσει,
τη φωνή του καθαρίζει
κι αρχίζει ευθύς να ξεφωνίζει.
Πρόβες κάνει μες το βράδυ,
τραγουδάει στο σκοτάδι.
Δεν τον νοιάζει για το χρόνο,
σκέφτεται τη δόξα μόνο.
Μα μια νυχτιά με ξαστεριά,
που φώναζε μες στη σιγαλιά,
ξυπνήσαν οι νοικοκυραίοι,
ξετρύπωσαν κι οι αρουραίοι!
Κι όλοι μαζί ξενυχτισμένοι,
ήρθαν μπροστά του οργισμένοι.
«Πετάξτε το έξω από δω,
είναι ρολόι παλαβό.
Φωνάζει και ξαναφωνάζει,
όλο τον ύπνο μας ταράζει.
Μας έχει πλέον ξεκουφάνει,
κοντεύει πια να μας τρελάνει!»
Ώσπου μια μέρα ξαφνικά,
ρολόγια ηλεκτρονικά,
χωρίς γρανάζια και κουρδιστήρια,
όλο φωτάκια και ξυπνητήρια,
τ’ αφεντικά φέραν στο σπίτι,
για να γλιτώσουν το ξενύχτι.
Στείλανε τον Ξενοφώντα,
κι ας είχε ένα σωρό προσόντα,
σ’ ένα μικρό παλαιοπωλείο
ξεκούρδιστο και μες στο κρύο.
Κι εκεί αυτός ξεριζωμένος,
μόνος και ξεσπιτωμένος,
δεν τραγουδάει πια το βράδυ,
σιγοκλαίει στο σκοτάδι.
Μια ομπρέλα ξεφτισμένη
κι απ’ τον καιρό ξεθωριασμένη,
τον Ξενοφώντα ώρες κοιτάει
και στο τέλος τον ρωτάει:
«Γιατί σε φέρανε εδώ,
ρολογάκι μου παλιό;»
Ξαφνιάστηκε το ρολογάκι,
τρόμαξε το κακομοιράκι,
μα ξεθάρρεψε νωρίς
κι απάντησε ευθύς:
«Γιατί τα βράδια τραγουδούσα,
τη δουλειά μου την ξεχνούσα.
Αντί τον κόσμο να ξυπνήσω,
μ’ ένοιαζε πώς να τραγουδήσω.
Μήπως ξέρεις πώς θα φύγω,
από δω πώς να ξεφύγω;»
Μία ξεδοντιάρα χτένα,
που ‘χε δόντια εξήντα ένα,
σε γέλια δυνατά ξεσπάει
κι ευθύς του απαντάει.
«Εδώ θα μείνεις σκουριασμένο
κι είσαι, ρολόι, ξεγελασμένο,
αν νομίζεις πως θα φύγεις
κι απ’ τη σκουριά πως θα ξεφύγεις.
Να κάτσεις έπρεπε στ’ αυγά σου,
να βλέπεις μόνο τη δουλειά σου.»
«Χτενίτσα μου ξεδοντιασμένη,
μην είσαι τόσο ξινισμένη!
Άφησε το ρολογάκι
να μας πει ένα τραγουδάκι.»,
είπε ένας ξύλινος ιππότης,
ο ξιφομάχος ο Προκόπης.
Κι άρχισε το ξυπνητηράκι
να τραγουδάει με μεράκι
και τραγουδήσαν όλοι μαζί
μες στο μικρό το μαγαζί.
Η ξεμαλλιάρα η ξεσκονίστρα,
μια ξεβιδωμένη ξύστρα,
μια κρεμάστρα ξιπασμένη,
μια τρομπέτα σκουριασμένη,
ο ιππότης ο Προκόπης,
η κούκλα της μικρούλας Πόπης,
ένας σιδερένιος πυροσβέστης
και το μπρίκι ο Ορέστης.
Κι έτσι περνούσαν οι βδομάδες,
γλυκά σαν νά ‘ταν λουκουμάδες.
Ώσπου μια μέρα του Μαγιού
μια κοπελιά ξανθομαλλού,
μεσημεράκι κατά τις δύο,
μπήκε στο παλαιοπωλείο.
Έψαχνε ένα ρολόι,
που να είναι από σόι,
συντροφιά να της κρατάει,
τα βράδια να της τραγουδάει,
το πρωί να την ξυπνάει.
Όλα τα πράγματα μαζί
της λένε μες στο μαγαζί:
«Θέλεις ρολόι με προσόντα.
Θέλεις, λοιπόν, τον Ξενοφώντα.
Πάρ’ τον μαζί σου και δε θα χάσεις.
Την πλήξη ευθύς θα την ξεχάσεις.»
Έτσι μια μέρα του Μαγιού,
η κοπελιά η ξανθομαλλού
πήρε μαζί το ξυπνητήρι,
με τ’ ασημένιο κουρδιστήρι.
Του βρήκε σπίτι για να ζει
και άφησε το μαγαζί.
(ΤΩΡΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!!!)








7 σχόλια:

  1. Ωραίο βρε... με την πατίνα του χρόνου που το κάνει διαχρονικό.

    Αχ! Αυτοί οι Ξενοφώντηδες θέλουν και το κουρδισματάκι τους για να τραγουδάνε τις νυχτιές... σε ξανθομαλούσες κοπελιές...

    Με γειά να πω;

    Καλημέρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καλημέρα! Ο Ξενοφων μέσα μας και το βιολογικό ρολόι κουρδισμένο!!!! :))))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οδοιπορε μου εχουν καλοκουρδισμενες καρδιες οι Ξενοφωντηδες οποτε και λιγη παραφωνια παραβλεπεται! Να πεις με γεια γιατι οχι;Ευχαριστω πολυ πολυ!!!
    Τα φιλια μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Παλαλε αυτο το βιολογικο ρολοι με απασχολει πολυ τελευταια και δεν εχω βρει και κανενα ρολογα αρκετα ικανο για να μου το ρυθμισει.Γι αυτο εχω μια αδυναμια σε οτιδηποτε ξεκουρδιστο!!!!!
    Φιλια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. "συνέχεια ζεις μέσα στο άγχος,
    πρέπει να νιώθεις σκέτο ράκος"
    πολύ μου άρεσε αυτό:) είναι πολύ ευαίσθητο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. zekia νομιζω οτι σου αρεσε μια προταση που σε ολους μας ειναι τοσο μα τοσο οικεια.Αυτες τις μερες για παραδειγμα, δεν ξερω για σας, αλλα εγω νιωθω απο το αγχος σκετο ρακος!!!!Κι αυτος ο χρονος δε λεει να σταματησει να τρεχει........

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. καλησπέρα,έχω αφήσει κάτι για εσας στο blog μου
    "ταξιδευτης και ονειρευτης"

    καλο βράδυ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή