10 Νοεμβρίου 2010
28 Ιουνίου 2010
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΚΑΤΙ ΜΑΖΙ ΣΑΣ.....
Εδώ και αρκετό καιρό δεν έχω κάνει καμία ανάρτηση, γιατί πολύ απλά δεν έγραφα τίποτα. Λίγο οι ρυθμοί της ζωής, λίγο η γενική κατήφεια και απογοήτευση με πήραν από κάτω. Και ύστερα είναι και το άλλο… Οι αρνητικές απαντήσεις των εκδοτικών οίκων ή η απουσία οποιασδήποτε απάντησης με έκαναν να πιστεύω ότι δεν αξίζει τον κόπο. Ένας πολύ γνωστός εκδότης, μάλιστα, μου είπε: «Μπορεί αυτά που μου έφερες να διαβάσω να είναι καλύτερα από κάποια του Τριβιζά, μα αυτός είναι Ο Τριβιζάς και ξέρω ότι θα πουλήσω»!!! Νόμιζα ότι πήγα να πουλήσω πατάτες μα έμειναν απούλητες, γιατί δεν ήταν Νευροκοπίου!!!! Σεβαστοί οι συγγραφείς που με τα βιβλία τους μεγαλώσαμε, που τα προτείνουμε στα παιδιά μας και στους μαθητές μας, που «άνοιξαν δρόμο» στο χώρο της συγγραφής παιδικών βιβλίων, μα έχουν καταντήσει «απολιθώματα» στα ράφια των βιβλιοπωλείων και κάθε χρόνο ανακυκλώνονται ξανά και ξανά από τους ίδιους εκδοτικούς οίκους! Έλεος!
Αν και δεν έγραφα άλλο, δεν το έβαλα κάτω και συνέχιζα να στέλνω χειρόγραφα και βιογραφικά μέχρι που η απάντηση ήρθε από έναν καινούριο εκδοτικό οίκο που συστάθηκε με σκοπό, όπως λέει ο εκδότης ο κ. Μουρατίδης, «να κυκλοφορούμε «χαλαρά» και χωρίς το άγχος των πωλήσεων να κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας σαν δαμόκλειος σπάθη, μερικά βιβλία που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν τύχη.» Αυτές είναι οι Εκδόσεις Τετράγωνο(www.ekdoseistetragono.gr). Με συνέπεια στην υπόσχεση και στο όνειρο κυκλοφόρησαν τα πρώτα παιδικά και όχι μόνο, βιβλία. «Τα Παραμύθια της Θάλασσας» που βρέθηκε στα χέρια μου είναι από τα λίγα βιβλία παιδικά των τελευταίων χρόνων που θα μπορούσα να πω ότι είναι υπόδειγμα αισθητικής , εικονογράφησης και τυπώματος. Προσεκτική δουλειά με σεβασμό στο δημιουργό, στο κείμενο και στο παιδί.
Εκτός από το δικό μου παραμύθι με τίτλο «Τα ξωτικοπάπουτσα» ανυπομονώ να πάρω στα χέρια μου το βιβλίο της Ελίζας Μπακοπούλου «Ένα αγόρι που κολύμπησε να φτάσει το φεγγάρι» με την παραμυθένια εικονογράφηση του Βασίλη Γρίβα.
Αν και οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι, τα παραμύθια τελικά ποτέ δεν χάνουν τη μαγεία και την αξία τους. Άλλωστε αν τα εξετάσουμε από την πλευρά της ετυμολογίας αυτός είναι ο ρόλος τους, να παρηγορούν, να κάνουν την πραγματικότητα λίγο πιο υποφερτή. Γι’ αυτό πάντα λέω: «Να αποφεύγεις όσους δε διαβάζουν παραμύθια και να φοβάσαι αυτούς που τα λεν με ευκολία»!!!
5 Ιανουαρίου 2010
ΕΝΑΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΑΠ' ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Ένας γάιδαρος απ’ τη Γαλλία
Συγγραφέας θέλει να γίνει,
μα του χρειάζεται γαλήνη.
Ξαπλώνει πάνω στο γρασίδι,
σηκώνει το δεξί του φρύδι
και είναι έτοιμος να γράψει,
όμως κάτι έχει ξεχάσει.
Την αλφαβήτα δε γνωρίζει,
ξέρει μόνο να γκαρίζει!
Πώς τα γράμματα θα μάθει,
να τα λέει, να τα γράφει;
Γυρίζει πίσω στο παχνί
και ξυπνάει την άλλη αυγή.
Στη γαλατιέρα βάζει γάλα
και μ’ αυτό κάνει γαργάρα.
Κάνει πρωινή γυμναστική,
παίρνει το γλειφιτζούρι του μαζί
και πάει στη γαλοπούλα τη δασκάλα,
που μάθημα κάνει πάνω σε σκάλα.
«’Ήρθα γράμματα να μάθω,
να τα λέω, να τα γράφω.
Θέλω να γίνω συγγραφέας,
όχι, μια ζωή μεταφορέας!»
Τα μαθήματα αρχίζει
μα η αλφαβήτα τον ζαλίζει.
Η γεωμετρία δεν του αρέσει,
άλλο δεν μπορεί ν’ αντέξει.
Τα τρίγωνα τον κοροϊδεύουν
και πάνω στα αυτάκια του,
τετράγωνα χορεύουν!
Το μάθημα το παρατάει,
μια γραφομηχανή ζητάει.
Μα τα πλήκτρα είναι μικρά,
δεν είναι για γαϊδούρια αυτά
κι έτσι όπως τα χτυπάει,
τη γραφομηχανή τη σπάει!
Γράμματα και γραμματάκια,
τα κάνει χίλια κομματάκια
Πηγαίνει δίπλα στο γιαλό
κι αρχίζει κλάμα γοερό.
Μια γαρίδα τον κοιτάζει
και γαριδοαναστενάζει.
«Τι έχεις και γαϊδουρογκαρίζεις;
Το κεφάλι μου ζαλίζεις!!!!»
«Δεν μπορώ γράμματα να μάθω,
να τα λέω, να τα γράφω.
Τι άλλο θες να πάθω;;»
«Αχ, καημένο μου γαϊδούρι,
να, πάρε ένα γλειφιτζούρι
κι ένα βότσαλο για γούρι
και πάνε στη μάγισσα Γιολάντα,
που φοράει μια τιράντα.
Εκείνη που ξέρει τα πολλά,
θα σου τα μάθει και αυτά.»
Μια και δυο ο γαϊδουράκος,
το κλάμα σταματάει
και στη μαγισσούλα πάει.
Για κακή του τύχη όμως,
στη Γιολάντα όταν φτάσει,
τα γυαλιά της θα ‘χει χάσει!
Πώς θα διαβάσει δίχως αυτά
ξόρκια, φίλτρα και υλικά;
Γονατιστός ο γαϊδουράκος
και από τη στεναχώρια ράκος,
τη μαγισσούλα παρακαλεί
τη συνταγή να θυμηθεί.
Η Γιολάντα το λυπάται,
λέει πως τη συνταγή θυμάται.
Σε μια γαβάθα βάζει ευθύς
ό,τι μπορείς να φανταστείς!
Λίγο γέλιο από γαρίδα,
λίγο κλάμα από ακρίδα,
λίγη γλοιώδη λίγδα,
μουστάκια από γαλάζια γίδα,
μαύρη αλμυρή γλιστρίδα,
κλωστές από γιλέκο που φόρεσε γοργόνα,
ενός γαλακτοπώλη τη βελόνα,
κομματάκια από γκοφρέτα
και άσπρη μουχλιασμένη φέτα.
Όλα αυτά τ’ ανακατεύει
και γύρω απ’ το τσουκάλι της,
απ’ τη χαρά, χορεύει.
Και μόλις ο ήλιος αρχίζει πια να γέρνει,
στο γάιδαρο, το φέρνει.
Με μιας αυτός το κατεβάζει
κι από το φόβο του, αρχίζει να φωνάζει.
Κάτι του γαργαλάει τ’ αυτιά,
κάτι του γδέρνει την κοιλιά,
τα ματάκια του γουρλώνει και
σαν το μπαλονάκι, αρχίζει να φουσκώνει!
Κάνει τότε να γκαρίξει,
να τσιρίξει, να σφυρίξει,
μα αντί για γαϊδουροφωνή,
σαν αηδόνι κελαηδεί!!
Αρχίζει με μιας να τραγουδά
και με τα πουλιά μιλά.
Τότε…… τη φαντασία του όλη βάζει
και στο λεπτό, στιχάκια βγάζει.
Έχει ταλέντο τώρα πια
Και γυρίζει σε χωριά
σε πεδιάδες και βουνά.
Τραγουδάει στα ζωάκια
και χορεύουν γαϊτανάκια,
γουστερίτσες και γελάδες,
γερακίνες, γαλατάδες,
γαλοπούλες και γατούλες,
γιαγιάδες παχουλούλες,
γίδια και γιδοβοσκοί,
γέροι και γελωτοποιοί
γίγαντες και αμαζόνες,
γορίλες και γοργόνες.
3 Δεκεμβρίου 2009
Ανεβάζοντας την προηγούμενη ανάρτηση σκεφτόμουν πόσοι «καλικάντζαροι» νιώθουν πραγματικά μόνοι, ειδικά τώρα τα Χριστούγεννα. Πόσοι προσπαθούν να προσεγγίσουν κάποιον αλλά πάντα με λάθος τρόπο και πόσοι τελικά μένουν μόνοι στην κολοκυθιά τους να διαβάζουν και να λένε στον εαυτό τους παραμύθια. Μήπως και τα blogs είναι μια ακόμη κολοκυθιά όπου μόνοι τελικά μιλάμε και καταλήγουμε μόνοι και πάλι μόνοι; Είναι πραγματικά τρόπος επικοινωνίας; Ή είναι απλά «ξεφόρτωμα» με την ψευδαίσθηση ότι κάποιος ακούει την πλευρά του εαυτού που εμείς θέλουμε να προβάλλουμε; Και η υπόλοιπη εικόνα μας πού κρύβεται; Και στην τελική γιατί να κρύβεται;
Γιατί κανένας μας δεν τολμά να πει «Φαίνεστε τόσο «πλούσιοι» άνθρωποι θα ήθελα να σας γνωρίσω από κοντά. Να σας πω βρε αδελφέ Καλά Χριστούγεννα με τη φωνή μου και όχι με τα δάχτυλά μου!» και πόσοι από μας πραγματικά χωρίς καχυποψία θα δέχονταν μια τέτοια πρόσκληση;
Όπως και να ‘χει οι ευχές είναι ευχές……. Καλά Χριστούγεννα!!!
ΕΝΑΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ
έχει αυτιά μεγάλα που όλα τα ακούν.
Ακούει τις κατσίκες, όταν τραγουδάνε,
ακούει τα κουνούπια, όταν περπατάνε,
τους άγριους κουρσάρους, όταν χασμουριούνται
και όλες τις γοργόνες, βαθιά όταν κοιμούνται.
Μένει σε μια κολοκυθιά,
δίπλα σε μία ρεβιθιά,
που κάνει κόκκινα ρεβίθια,
τις νύχτες διαβάζει παραμύθια.
Του αρέσουν τα κουφέτα,
τα κεράσια και η φέτα.
Παίζει κρυφτό με τις ακρίδες,
κρυφομιλάει στις κατσαρίδες.
Το πρωί ξυπνάει με κέφι,
παίρνει το μικρό του ντέφι
και αρχίζει να χτυπάει,
τα κοκόρια όλα ξυπνάει.
Κι αφού το δάσος ξεσηκώσει
και τα χέρια του τεντώσει,
φοράει καπέλο με κουδούνια,
στις καμινάδες κάνει κούνια.
Έτσι η μέρα του αρχίζει,
τον κόσμο όλο αυτός ζαλίζει.
Κάνει συχνά κατεργαριές,
αταξίες και ζημιές.
Τρικλοποδιά βάζει στις κάμπιες,
βάφει κόκκινες τις μπάμιες,
χτενίζει με χτένα όλους τους κάκτους,
κοροϊδεύει τους βατράχους!
Σ’ ένα τσίρκο μία μέρα,
μπαίνει με κέφι και αέρα.
Βρίσκει του κλόουν εκεί τη μύτη,
την πετάει απ’ το φεγγίτη.
Κρεμμύδι παίρνει από το ράφι,
κατακόκκινο το βάφει
και μοιάζει τώρα με τη μύτη,
που πέταξε απ’ το φεγγίτη.
Τη βλέπει ο κλόουν και τη βάζει,
κλάμα τον πιάνει και φωνάζει!
Μα κι αν είναι κατεργάρης,
άτακτος και ζαβολιάρης,
είναι καλόκαρδος πολύ
και μοιάζει με μικρό παιδί.
Έχει παράπονο μεγάλο,
δε θέλει μόνος να ‘ναι άλλο.
Κάθε Χριστούγεννα τα ίδια,
μόνος του να τρώει καρύδια.
Μόνος του δέντρο να στολίζει
και πάλι μόνος να δακρύζει.
Καλοδεχούμενος δεν είναι,
κανένας δεν του λέει «Μείνε!» .
Κάλαντα μόνος πάλι λέει
κι ύστερα κάθεται και κλαίει.
Όταν γιορτές είναι κοντά,
κάτι του σφίγγει την καρδιά.
Μια Κυριακή που ‘χε λιακάδα,
εκεί που άπλωνε μπουγάδα,
κάτω απ’ την κληματαριά,
βλέπει ένα γέρο κοιλαρά.
Κόκκινο σκούφο, μακρύ φοράει,
λαχανιάζει, ξεφυσάει.
«Τι θες, παππούλη, εδώ πέρα;
Ήρθες να πάρεις φρέσκο αέρα;»
«Μία κουρούνα κουτσομπόλα,
ήρθε και μου τα ‘πε όλα.
Πως μένεις σε μια κολοκυθιά
και νιώθεις μεγάλη μοναξιά.
Πως τα Χριστούγεννα για σένα,
είναι μια μεγάλη έννοια.
Έχω ένα σχέδιο μεγάλο!
Στο Βόρειο Πόλο και στον πάγο,
μαζί με μένα να ‘ρθεις να ζήσεις
κι όσο μπορείς να βοηθήσεις.
Οι τάρανδοί μου θέλουν φροντίδα,
παρέα, όταν έχει καταιγίδα.
Θέλουν ν’ ακούνε παραμύθια,
για κουκιά και για ρεβίθια.
Νομίζω πως είσαι κατάλληλος,
να ‘σαι ο δικός μου υπάλληλος,
ο πιστός μου ο βοηθός,
ή και φίλος καρδιακός!
Μαζί με τα’ άλλα ξωτικά,
θα τρώμε κουλούρια και γλυκά,
μελομακάρονο αχνιστό,
θα πίνουμε κακάο ζεστό.
Μαζί μου έλα και δε θα χάσεις,
μόνος τα Χριστούγεννα, ξανά δε
θα περάσεις.
Και θα σου πω τώρα στ’ αυτί, κάτι,
που δεν το ξέρουν οι πολλοί.
Ο Αϊ- Βασίλης, δηλαδή εγώ,
σε κάθε πόλη, κάθε χωριό,
σε κάθε ήπειρο και χώρα,
μοιράζει στα παιδάκια δώρα
κι είναι δικός του βοηθός,
όποιος καλικάντζαρος, νιώθει μοναχός!
Κι έτσι ο καλικάντζαρος από το Καμερούν,
με τα μεγάλα αυτιά, που όλα τα ακούν,
παίρνει απόφαση μεγάλη,
να ζήσει σε μια χώρα άλλη.
Με τ’ Αϊ- Βασίλη τα ξωτικά,
να φτιάχνει δώρα γιορτινά.
Τους τάρανδούς του να φροντίζει,
άλλο πια να μη δακρύζει.
Παίρνει, λοιπόν, μια καλαθούνα,
βάζει μέσα μία κούνια,
τη μικρή του καραμούζα,
ένα πατίνι που κάνει σούζα,
ένα πάνινο κουνάβι
κι ένα ξύλινο καράβι.
Στο έλκηθρο πάνω όλα τα βάζει
κι αρχίζει να φωνάζει:
«Αϊ- Βασίλη, πάμε εμπρός,
είμαι ο δικός σου βοηθός.
Στο Βόρειο Πόλο πάμε τώρα,
μαζί σου θα μοιράζω δώρα.
Μαζί σου θα ζω ευτυχισμένα,
χωρίς Χριστούγεννα θλιμμένα!!»
7 Οκτωβρίου 2009
ΜΙΑ ΠΑΝΤΟΦΛΑ Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Μια παντόφλα η Περσεφόνη,
Είναι περίεργη πολύ
κι όλο ρωτάει τι και γιατί.
«Τι είναι εκείνο που μιλάει;
Το πουλί γιατί πετάει;
Τι χρώμα έχει το πεπόνι;
Μήπως πετάει σαν μπαλόνι;
Γιατί δεν είμαι πουπουλένια,
φτερά δεν έχω μεταξένια,
να δω τον κόσμο από ψηλά;
Βαρέθηκα τα χαμηλά!
Βαρέθηκα να με πατάνε,
μία βόλτα δε με πάνε,
μες στο σπίτι με κρατάνε.
Με χάνουν κάτω απ’ το κρεβάτι,
θά θελα να ‘μουν σε παλάτι.
Δε θέλω να ‘μαι λερωμένη,
με φαγητά πασαλειμμένη
και να μυρίζω ποδαρίλα,
κάλλιο να ‘χα πιτυρίδα.»
«Και γι αυτό υπάρχει λύση,
στο πλυντήριο μια πλύση»,
της λέει ένα πορτοκαλί πατάκι,
που κυλιέται στο χωλάκι.
Μια και δυο η Περσεφόνη,
παρατάει το μπαλκόνι
και με περίσσια μαεστρία,
αρχίζει την ορειβασία.
Ανεβαίνει στο πλυντήριο,
που ‘ναι για κείνη μεγαθήριο,
και κάνει την παλαβομάρα,
να βουτήξει στην μπουγάδα.
Τώρα στου πλυντηρίου το στόμα,
με πολλά ρουχάκια ακόμα,
κολυμπάει στο νεράκι,
πίσω κλείνει το πορτάκι.
Με μιας το πλύσιμο αρχίζει,
την παντόφλα μας ζαλίζει.
Πάνω κάτω, γύρω γύρω.
«Σταματήστε το να φύγω!
Ποπό με βρήκανε μπελάδες,
κατάπια τόσες σαπουνάδες»
Η Περσεφόνη τώρα φωνάζει
κι όλο μπουρμπουλήθρες βγάζει.
Ώσπου το πλύσιμο τελειώνει
και βγαίνει έξω η Περσεφόνη.
Πλυμένη τώρα και ζαλισμένη,
πράσινη απ’ το φόβο της και ξεχειλωμένη.
«Πώς θα κάνω πάλι πατίνι;
Πατινάζ στην παρκετίνη,
που ‘χω γίνει σαν λυθρίνι;»
Μα του σπιτιού το αγοράκι,
που γύρισε απ’ το παρκάκι,
μόλις βλέπει την Περσεφόνη,
στο κεφάλι του τη στρώνει.
«Αχού τι ωραίο καπέλο,
στο κεφάλι μου το θέλω!»
Κι η Περσεφόνη πια δεν γκρινιάζει,
με παντόφλα πια δε μοιάζει.
Είναι ένα ωραίο καπέλο
και σταμάτησε τα «θέλω».
(Όλοι μπορούμε να γίνουμε αυτό που ονειρευόμαστε.....αρκεί να βοηθήσουν οι συνθήκες)
2 Σεπτεμβρίου 2009
Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ
με ασημένιο κουρδιστήρι
το φωνάζουν Ξενοφώντα
και έχει όλα τα προσόντα,
τους πάντες γύρω να ξυπνάει,
για χάρη τους να ξαγρυπνάει.
Σε σπίτι έμενε παλιό,
σε ξακουστό αρχοντικό.
Ήταν ρολόι εργατικό,
το χρόνο είχε αφεντικό.
Χτυπούσε πάντα ξημερώματα.
Φώναζε:
«Κάτω τα παπλώματα!
Ετοιμαστείτε για δουλειά,
στείλτε σχολείο τα παιδιά.»
Μα μία μέρα πού κανε γαργάρα
με το λάδι
Μία αράχνη πονηρή που ζούσε
στο σκοτάδι,
σταματάει να υφαίνει
κι απ’ το ταβάνι κατεβαίνει.
«Σε βλέπω, φίλε μου καλέ,
πόσο πολύ δουλεύεις
και πόσο τις δυνάμεις σου πάντα
εσύ ξοδεύεις,
όλους εμάς για να ξυπνήσεις,
δίχως κάτι να ζητήσεις.
Συνέχεια ζεις μέσα στο άγχος,
πρέπει να νιώθεις σκέτο ράκος,
το χρόνο πάντα να μετράς,
μονάχα εσύ να ξαγρυπνάς.
Έχεις φωνή μαγευτική,
ζήτα λιγάκι προσοχή!
Μικρέ μου φίλε Ξενοφώντα,
σίγουρα έχεις όλα τα φόντα,
στην όπερα να τραγουδήσεις
κι όλους να τους ξεμυαλίσεις.
Ήρθε η στιγμή να σ’ εκτιμήσουν
κι όλοι να χειροκροτήσουν.»
Και με τα λόγια της αυτά,
του φουσκώνει τα μυαλά.
Ο Ξενοφώντας ξεμυαλισμένος,
όνειρα κάνει ο φαντασμένος.
Θέλει να γίνει ξακουστός,
τραγουδιστής ξεχωριστός.
Το μυαλό του έχει θολώσει
και πριν ακόμη ξημερώσει,
τη φωνή του καθαρίζει
κι αρχίζει ευθύς να ξεφωνίζει.
Πρόβες κάνει μες το βράδυ,
τραγουδάει στο σκοτάδι.
Δεν τον νοιάζει για το χρόνο,
σκέφτεται τη δόξα μόνο.
Μα μια νυχτιά με ξαστεριά,
που φώναζε μες στη σιγαλιά,
ξυπνήσαν οι νοικοκυραίοι,
ξετρύπωσαν κι οι αρουραίοι!
Κι όλοι μαζί ξενυχτισμένοι,
ήρθαν μπροστά του οργισμένοι.
«Πετάξτε το έξω από δω,
είναι ρολόι παλαβό.
Φωνάζει και ξαναφωνάζει,
όλο τον ύπνο μας ταράζει.
Μας έχει πλέον ξεκουφάνει,
κοντεύει πια να μας τρελάνει!»
Ώσπου μια μέρα ξαφνικά,
ρολόγια ηλεκτρονικά,
χωρίς γρανάζια και κουρδιστήρια,
όλο φωτάκια και ξυπνητήρια,
τ’ αφεντικά φέραν στο σπίτι,
για να γλιτώσουν το ξενύχτι.
Στείλανε τον Ξενοφώντα,
κι ας είχε ένα σωρό προσόντα,
σ’ ένα μικρό παλαιοπωλείο
ξεκούρδιστο και μες στο κρύο.
Κι εκεί αυτός ξεριζωμένος,
μόνος και ξεσπιτωμένος,
δεν τραγουδάει πια το βράδυ,
σιγοκλαίει στο σκοτάδι.
Μια ομπρέλα ξεφτισμένη
κι απ’ τον καιρό ξεθωριασμένη,
τον Ξενοφώντα ώρες κοιτάει
και στο τέλος τον ρωτάει:
«Γιατί σε φέρανε εδώ,
ρολογάκι μου παλιό;»
Ξαφνιάστηκε το ρολογάκι,
τρόμαξε το κακομοιράκι,
μα ξεθάρρεψε νωρίς
κι απάντησε ευθύς:
«Γιατί τα βράδια τραγουδούσα,
τη δουλειά μου την ξεχνούσα.
Αντί τον κόσμο να ξυπνήσω,
μ’ ένοιαζε πώς να τραγουδήσω.
Μήπως ξέρεις πώς θα φύγω,
από δω πώς να ξεφύγω;»
Μία ξεδοντιάρα χτένα,
που ‘χε δόντια εξήντα ένα,
σε γέλια δυνατά ξεσπάει
κι ευθύς του απαντάει.
«Εδώ θα μείνεις σκουριασμένο
κι είσαι, ρολόι, ξεγελασμένο,
αν νομίζεις πως θα φύγεις
κι απ’ τη σκουριά πως θα ξεφύγεις.
Να κάτσεις έπρεπε στ’ αυγά σου,
να βλέπεις μόνο τη δουλειά σου.»
«Χτενίτσα μου ξεδοντιασμένη,
μην είσαι τόσο ξινισμένη!
Άφησε το ρολογάκι
να μας πει ένα τραγουδάκι.»,
είπε ένας ξύλινος ιππότης,
ο ξιφομάχος ο Προκόπης.
Κι άρχισε το ξυπνητηράκι
να τραγουδάει με μεράκι
και τραγουδήσαν όλοι μαζί
μες στο μικρό το μαγαζί.
Η ξεμαλλιάρα η ξεσκονίστρα,
μια ξεβιδωμένη ξύστρα,
μια κρεμάστρα ξιπασμένη,
μια τρομπέτα σκουριασμένη,
ο ιππότης ο Προκόπης,
η κούκλα της μικρούλας Πόπης,
ένας σιδερένιος πυροσβέστης
και το μπρίκι ο Ορέστης.
Κι έτσι περνούσαν οι βδομάδες,
γλυκά σαν νά ‘ταν λουκουμάδες.
Ώσπου μια μέρα του Μαγιού
μια κοπελιά ξανθομαλλού,
μεσημεράκι κατά τις δύο,
μπήκε στο παλαιοπωλείο.
Έψαχνε ένα ρολόι,
που να είναι από σόι,
συντροφιά να της κρατάει,
τα βράδια να της τραγουδάει,
το πρωί να την ξυπνάει.
Όλα τα πράγματα μαζί
της λένε μες στο μαγαζί:
«Θέλεις ρολόι με προσόντα.
Θέλεις, λοιπόν, τον Ξενοφώντα.
Πάρ’ τον μαζί σου και δε θα χάσεις.
Την πλήξη ευθύς θα την ξεχάσεις.»
Έτσι μια μέρα του Μαγιού,
η κοπελιά η ξανθομαλλού
πήρε μαζί το ξυπνητήρι,
με τ’ ασημένιο κουρδιστήρι.
Του βρήκε σπίτι για να ζει
και άφησε το μαγαζί.
(ΤΩΡΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!!!)
30 Αυγούστου 2009
ΜΙΑ ΖΑΚΕΤΑ ΞΗΛΩΜΕΝΗ
στην ντουλάπα είναι κλεισμένη,
με ζιλεδάκια και ζιπουνάκια,
με κάλτσες και παντελονάκια.
Έχει τώρα ξεθωριάσει,
το χρώμα της το έχει χάσει
και όπως είναι ζουληγμένη,
νιώθει πολύ δυστυχισμένη!
Κάποτε ήτανε γαλάζια,
στα παιδάκια έκανε νάζια,
είχε μανίκια ριγωτά,
κουμπάκια σαν ζαχαρωτά.
Μια μέρα με ζέστη και λιακάδα,
τη ρίχνουν μέσα στην μπουγάδα.
Στην ταράτσα την απλώνουν,
τα μανίκια της τεντώνουν.
Έξαφνα, άνεμος τρελός,
ο Ζέφυρος, ο ξακουστός,
την μπουγάδα αναστατώνει,
τη ζακετούλα μας σηκώνει.
Σαν ζέπελλιν τρελά πετά
και τα σκοινιά αποχαιρετά.
Στο νότο πάει στην Αφρική,
στη ζούγκλα την τρομαχτική.
Βλέπει ζέπρες να περνάνε
και γαζέλες να πηδάνε,
βλέπει ζώα ζηλευτά
και θηρία τρομαχτικά.
Μα ξάφνου, ο Ζέφυρος ζεστός,
ο άνεμος ο παλαβός,
σταματάει να φυσάει,
εξαφανίζεται και πάει!
Μέσα στη ζούγκλα την πυκνή,
τη ζακετούλα αφήνει εκεί.
«Ποπό, τι ζέχνει εδώ τριγύρω;
Πώς θα μπορέσω ξανά να φύγω;»
«Είναι ο Ζέφυρος τρελός!»,
της λέει ένας ερωδιός.
«Πάρ’ το απόφαση πως δε θα φύγεις,
δύσκολο απ’ τη ζούγκλα να ξεφύγεις!
Τα μέρη αυτά που είσαι τώρα
είναι των θηρίων η χώρα
κι εδώ είν’ το δέντρο που τώρα μένει
η ζέπρα η ζαχαροκαμωμένη.
Τις ρίγες της τις έχει χάσει,
τις έχει σίγουρα ξεχάσει,
γιατί, όχι, μόνο ζαβολιάρα,
είναι, σου λέω, και ξεχασιάρα!
Άντε, κοιμήσου, ζακετούλα,
τα ξαναλέμε την αυγούλα.»
Κι έτσι εκεί η ζακετούλα,
μέσα στης ζούγκλας τη δροσούλα,
όνειρα βλέπει ζακετένια,
ότι δεν έχει καμία έννοια.
Πως όλοι πάλι την ποθούν,
τη θέλουν για να ζεσταθούν!
Και εκεί που ήταν ζαρωμένη,
η ζακετούλα και κοιμισμένη,
μια φωνούλα ζωηρή,
την ξυπνά στο πι και φι:
«Ω, είμαι τόσο τυχερή,
δε θα ‘μαι πια ζέπρα λευκή,
ζακέτα βρήκα ριγωτή!»
και τη σηκώνει απαλά,
στην πλάτη της την ακουμπά.
Από τότε οι δυο αυτές,
είχανε γίνει κολλητές.
Μαζί ήταν χρόνια, μαζί ζαμάνια,
σαν τα καπάκια με τα καζάνια!
Μα μία μέρα σαν ζωγραφιά,
η άσπρη ζέπρα την ξεχνά
και την αφήνει μόνη εκεί,
στην άμμο τη ζεματιστή.
«Είμαι χαμένη τώρα πια,
μόνη σαν ζαχαροκαλαμιά!»
κι η ζακέτα το κλάμα αρχίζει,
ώσπου αεράκι τη νανουρίζει.
Περνάνε μήνες, περνάνε χρόνια,
οι μέρες πετάν σαν τα μπαλόνια
κι η ζακετούλα μόνη εκεί,
κάποιον προσμένει να φανεί.
Ώσπου……..
Μια ζωολόγος απ’ τη Ζυρίχη,
που βάφει κόκκινο το νύχι,
έρευνα κάνει στη ζωολογία,
στη ζούγκλα μένει με τα θηρία.
Στη ζακετούλα πάνω πατάει,
σκύβει την παίρνει και την κρατάει.
«Τι έκπληξη πάλι κι αυτή,
μία ζακέτα ριγωτή,
στην ερημιά παρατημένη
κι από την άμμο λερωμένη.
Μαζί την παίρνω δεν την αφήνω,
αμέσως φεύγω για να την πλύνω!»
Κι όταν γυρίζει πια στη Ζυρίχη,
όπου όλο κρυολογεί και βήχει,
τη ζακετούλα πάντα φορά,
γιατί έχει κρύο στο βορρά.
Και ζει η ζακέτα πια ευτυχισμένη,
γιατί έχει κάποιον να τον ζεσταίνει!!
(ΑΧ! ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΥΣΗΞΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΔΩ ΑΥΤΟΣ Ο ΖΕΦΥΡΟΣ!!!!!)