25 Ιουνίου 2009

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΣΑΠΟΥΝΟΦΟΥΣΚΑΣ


Στη χώρα της σαπουνόφουσκας γεννήθηκε κάποτε μια νέα σαπουνόφουσκα ευρύχωρη και καλογυαλισμένη. Ιρίδιζε στον ήλιο και όλοι τη θαύμαζαν για το πόσο ψηλά μπορούσε να φτάσει. Μια μέρα έφτασε στη χώρα αυτή ένας πολύ περίεργος άνθρωπος. -Θέλω ν’ αγοράσω την καλύτερη σαπουνόφουσκα που υπάρχει εδώ, είπε και όλες οι σαπουνόφουσκες που πίστευαν ότι είναι όμορφες παρουσιάστηκαν μπροστά του. Όλες εκτός από την πιο όμορφη. Ο άνθρωπος έμεινε ανικανοποίητος. Καμιά δεν του φαινόταν κατάλληλη και ικανή για μεγάλα ύψη και όπως γύρισε να φύγει απογοητευμένος, έπεσε το μάτι του ψηλά σε μια σαπουνόφουσκα που πετούσε από δέντρο σε δέντρο και γυάλιζε στον ήλιο σαν αστερόμπαλα. «Αυτή είναι η σαπουνόφουσκα που ζητάω!», σκέφτηκε και τη φώναξε κοντά του. Από κείνη τη μέρα η σαπουνόφουσκα ήταν το σπίτι αυτού του περίεργου ανθρώπου. Ζούσε μέσα της και πήγαινε παντού μαζί της. Κάθε πρωί ο άνθρωπος είχε πολλά να κάνει. Γυάλιζε προσεκτικά τη σαπουνόφουσκά του. Δεν άφηνε ούτε μια μεριά της χωρίς να ξεσκονίσει και να διπλογυαλίσει. Ύστερα απ’ αυτό άρχισε να κάνει μικρά και απαλά πηδηματάκια μέσα της και αργότερα πιο δυνατά και πιο γρήγορα. Αυτό το έλεγε μασάζ και έκανε καλό όχι μόνο στον ίδιο που έτσι έκανε και την πρωινή του γυμναστική αλλά και στη σαπουνόφουσκα που διατηρούσε μ’ αυτό τον τρόπο την ελαστικότητά της. Ο άνθρωπος ένιωθε πολύ ευτυχισμένος μέσα στη σαπουνόφουσκά του. Πήγαινε μαζί της όπου ήθελε χωρίς να κουράζεται, έβλεπε τα πάντα από ψηλά και δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν για το τι κάνει, αφού δεν είχε κανέναν να μιλήσει. Ήταν ΜΟΝΟΣ. - Πώς σε λένε; τον ρώτησε μια μέρα η σαπουνόφουσκα. -Κανένας δε μου έδωσε ποτέ κάποιο όνομα. Όλοι όταν ήθελαν να μιλήσουν για μένα με έδειχναν και έλεγαν αυτός. Άρα νομίζω ότι με λένε Αυτός. -Εμένα με λένε Πολυτίμη. Γιατί είσαι μόνος; -Μου άρεσε πάντα να κοιτάζω τ’ αστέρια και τα σύννεφα όταν περπατούσα, να κάνω όνειρα και ν’ ακούω παραμύθια. Πρόσεχα και θαύμαζα τα μικρά μικρά κομματάκια του κόσμου που κανένας δεν έδινε σημασία και τους έδινα δικά μου ονόματα. Αυτό σε όλους τους σοβαρούς ανθρώπους φαινόταν περίεργο και έτσι έμεινα μόνος. -Δηλαδή μένεις μόνο σου όταν δεν κάνεις αυτό που κάνουν και οι άλλοι; αναρωτήθηκε η σαπουνόφουσκα. -Μένεις μόνος όταν δεν καταλαβαίνεις και δεν κάνεις αυτό που κάνουν οι πολλοί, είπε ο άνθρωπος και η Πολυτίμη για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε λυπημένη. Οι μέρες κυλούσαν και ο άνθρωπος με την Πολυτίμη ταξίδευαν από τόπο σε τόπο μα δε σταματούσαν πουθενά. Ο άνθρωπος έβλεπε καινούρια πράγματα και τους έδινε δικά του ονόματα και η Πολυτίμη του πρόσφερε πάντα την καλύτερη θέα. Ένα πρωινό η Πολυτίμη ήταν σταματημένη πάνω σε μία λεμονιά και μαζί με τον άνθρωπο απολάμβαναν τη μυρωδιά των ανθών της, όταν είδαν από μακριά να πλησιάζει μια πορτοκαλί σαπουνόφουσκα. Μέσα της μια γυναίκα ήταν καθισμένη αναπαυτικά και διάβαζε ένα βιβλίο. -Νόμιζα ότι μόνο εγώ ταξιδεύω μ’ αυτό τον τρόπο, είπε ο άνθρωπος στη γυναίκα, όταν πλησίασε στη λεμονιά -Τι περίεργη σκέψη! Γιατί να είσαι ο μόνος, εσύ ανακάλυψες τις σαπουνόφουσκες; -Όλοι όσοι γνώρισα μέχρι τώρα μου έλεγαν ότι είμαι διαφορετικός και περίεργος, ότι δεν ανήκω στο δικό τους κόσμο, γι’ αυτό κι εγώ ταξιδεύω με τη σαπουνόφουσκα μου, την Πολυτίμη. Έτσι δεν βλέπω και δεν ενοχλώ κανέναν. -Άλλη μια περίεργη σκέψη! Σου είπαν ότι είσαι διαφορετικός και το πίστεψες; Εγώ θα έλεγα ότι είσαι μοναδικός! Πώς σου φαίνεται αυτό; Κανένας δεν μου είπε ποτέ ότι είμαι διαφορετική ούτε περίεργη, ταξιδεύω όμως με τη σαπουνόφουσκα γιατί μου αρέσει πολύ η θέα που έχω από δω. Είδες λοιπόν πόσο μοιάζουμε; -Κι εμένα μου αρέσει πολύ η θέα που έχω όταν ταξιδεύω με την Πολυτίμη. Αυτό είναι αλήθεια! Δεν είμαι λοιπόν διαφορετικός; -Σου αρέσει να βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά από τους άλλους. Αυτό σε κάνει μοναδικό, όχι όμως διαφορετικό. Σε όλους αρέσει να κάνουν κάτι διαφορετικό από τους άλλους και αυτό είναι που τελικά μας κάνει ίδιους. -Όπως εγώ κι εσύ! -Ακριβώς! Τι θα έλεγες να ταξιδεύαμε παρέα; Υπάρχουν πολλά μέρη που δεν έχω δει ακόμα. Με λένε Αυτή. Από κείνη τη μέρα Αυτός και Αυτή ταξιδεύουν παρέα. Όταν έρχεται ο χειμώνας σταματάν για λίγο τα ταξίδια και μένουν στην βουνό με το ροζ χώμα. Κατασκευάζουν φυσαλίδες και τις πουλάν στα ψάρια και σαπουνόφουσκες για όσους θέλουν να βλέπουν τον κόσμο από ψηλά!!

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ


"Μπορώ να ταξιδέψω παντού", έλεγε η βαρκούλα. "Υπάρχουν μέρη που δεν μπορείς να τα φτάσεις", απαντούσε η γοργόνα. "Μπορώ να γυρίσω όλο τον κόσμο", καυχιόταν η βαρκούλα. "Υπάρχουν μέρη μακρινά και αταξίδευτα", έλεγε ο αστερίας. "Μπορώ, μπορώ, μπορώ να φτάσω όπου ονειρευτώ", έλεγε η βαρκούλα και τα ΄γραφε τα λόγια της πάνω στο κύμα. "Και πού ονειρεύεσαι να πας;" ρωτούσε το πανάκι. "Στο φεγγάρι, στο φεγγάρι ονειρεύομαι να πάω κάθε βράδυ", απαντούσε η βαρκούλα. Και τα χρόνια περνούσαν και η βαρκούλα ταξίδευε σε νερά γαλανά και νερά μαύρα. Μα στο φεγγάρι δεν έφτανε. Ώσπου το όνειρό της το ξέχασε. Και περνούσε ο καιρός και ήρθε η ώρα να μείνει η βαρκούλα για πάντα στον ταρσανά κι άλλες καινούριες βαρκούλες να πάρουν τη θέση της στο κύμα και να λένε τραγούδια καλοκαιρινά στους γλάρους. Τις ευχές όμως, που φτάνουν μέχρι τον ουρανό, τις μαζεύουν τ' αστέρια και δεν τις ξεχνούν ποτέ. Μόνη η βαρκούλα στον ταρσανά, απολάμβανε το βραδινό αεράκι, που της χάιδευε το πανάκι και είδε το φεγγάρι και θυμήθηκε το ξεχασμένο το όνειρό της. Και το φεγγάρι είδε τη βαρκούλα και θυμήθηκε κι αυτό το δικό του όνειρο....Τα ταξίδια του πάντα τα 'κανε, παράπονο δεν είχε,μα πόσο, πόσο θά θελε να γινόταν καραβοκύρης σε μια δικιά του, ολόδικιά του βαρκούλα!!! Τ' αστέρια ήξεραν το λογισμό του. Μάζεψαν την αστρόσκονη απ' όλες τις ευχές και μ' αυτή έφτιαξαν αστερόσκοινο. Το έριξαν στη βαρκούλα, τη δέσανε γερά και με μια ανάσα την τράβηξαν απ' τον ταρσανά στον ουρανό. Το βράδυ εκείνο ένας περίεργος, λαμπερός καραβοκύρης ταξίδευε πάνω σε μια λαμπερή, γεμάτη αστερόσκονη, βαρκούλα. Και τη λάμψη τους τη ζήλεψαν όλοι οι καραβοκύρηδες και όλες οι βαρκούλες του κόσμου!!